Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Αλλ' αν εμένομεν, ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού. Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός μας είχε λάβει τα μέτρα του.

Όλα καλά, τους είπε, μα εσείς οι δύο το καταλαβαίνετε που μας κοροΐδεύετε όλους, ή όχι; — Αλήθεια! επεβεβαίωσεν από της πέραν τραπέζης και ο ηγέτης της άλλης ομάδος, ο Λάμπρος ο Βατούλας, όστις ηγάπα πάντοτε να είνε φιλόφρων προς τους αντιπάλους· αλήθεια, μας κοροϊδεύετε. Οι δύο φίλοι μόλις κρατούμενοι εις τους πόδας των, ήρχισαν να διαμαρτύρωνται θορυβωδώς.

Μόλις ετελείωσαν οι αγώνες ανηγγέλθη ότι οι κρατούμενοι εις την κόλασιν ασεβείς, θραύσαντες τα δεσμά των και κατανικήσαντες την φρουράν, ήρχοντο εις την νήσον των Μακάρων. Είχον δε ως αρχηγούς τον Ακραγαντίνον Φάλαριν, τον Αιγύπτιον Βούσιριν και Διομήδην τον Θράκα, προσέτι δε τους ληστάς Σκείρωνα και Πιτυοκάμπτην.

Έρως! — περίμενέ με. Εκεί, όπου αι ψυχαί αναπαύονται επί των ανθέων, θα βαίνωμεν κρατούμενοι εκ της χειρός, και διά του φαιδρού ημών ύφους θα επισύρωμεν εφ' ημών τα βλέμματα των φασμάτων. Και η Διδώ και ο Αινείας θα μείνουν άνευ συνοδείας, και πάντες θα σπεύσωσι προς ημάς. Ελθέ, Έρως, Έρως! ΕΡΩΣ. Τι θέλει ο στρατηγός μου;

Ο Ρούντυ έσυρε την Μπαμπέτταν δυο τρεις γύρους· κατόπιν κρατούμενοι από το χέρι εκάθησαν εις τον μικρόν πάγκον υπό τους κρεμαμένους των ακακιών κλάδους, εκυττάζοντο εις τα μάτια, ενώ το παν γύρω των ηκτινοβόλει μέσα εις την ανταύγειαν του δύοντος ηλίου.

Μία λάμψις χρυσή και κρινόχρους εκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον τον ουρανόν. Ο Ούρσος ήτο ευτυχής βλέπων τους δύο αρραβωνιασμένους. Εις την γαλήνην της εσπέρας εκείνης συνωμίλουν κρατούμενοι εκ της χειρός. — Δεν δύναται να σου συμβή τίποτε το δυσάρεστον, Μάρκε, αφού ανεχώρησες από το Άντιον εν αγνοία του Καίσαρος; ηρώτησεν η Λίγεια. — Τίποτε, αγάπη μου, απήντησεν ο Βινίκιος.

Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κ' ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κατά των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων.

Ο πρωτόσχολος εσύριξε, και οι μαθηταί ανά δύο εκ των χειρών κρατούμενοι ήρχισαν να ψάλλωσι το: Παύει πλέον η μελέτη κι' ο καιρός της προσοχής . . .

Εξήρχοντο ανά δύο κρατούμενοι, μετά φαιδρού συνεχούς βόμβου, και μετέβαινον εις την χλοεράν πεδιάδα παρά την εσχατιάν της πολίχνης. Εκεί διανεμόμενοι εις δεκαπέντε ή είκοσιν ομάδας, έπαιζον επί μίαν ώραν, περί την δύσιν του ηλίου, το &σκλαβάκι& και άλλας παιδιάς.

Ότι αι τρεις, κρατούμενοι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπά των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζον πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβαν όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν