United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις εκ των ανδρών, ο Παπά Κρανιώτης, ο Παύλος Κούβος και ο Αδάμης Παπαδάκης, διακρινόμενοι επί ωκυποδία, ανέλαβον να διέλθωσι διά της πολιορκητικής γραμμής και μεταβαίνοντες ο μεν εις το Μυλοπόταμον, οι δε εις τας άλλας επαρχίας, δώσωσιν επιστολάς του Ηγουμένου και των Επιτρόπων προς τους Καπετανέους, επιστρέψωσι δε προ της αυγής διά να φέρωσιν απαντήσεις.

Εξεκένωσαν τότε και δευτέραν φοράν τα όπλα των οι οπλοφόροι, άτινα αντήχησαν πενθίμως επί της λείας επιφανείας της θαλάσσης, αποχαιρετισμός ηχηρός προς τους απομακρυνομένους ληστάς και τας φευγούσας ελπίδας των. — Αιωνία των η μνήμη! είπεν ο δήμαρχος. Τι άλλο να είπη; Και θέλων να διασκεδάση την θλίψιν του ηγουμένου ηρώτησεν ολίγον ατόπως: — Τάλληρα ήτανε, γέροντα, ή λίρες;

Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου. — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον.

Εχόρευον αι τέσσαρες νύμφαι θυγατέρες του, αι τέσσαρες Νεράιδες με τα ξανθά μαλλιά και με τα χρυσά στολίδια, φέρουσαι ως πόρπας εις την χρυσήν ζώνην τα μαλαμμοκαπνισμένα τσαπράκια, δώρα γαμήλια του ευλαβούς του Μοναστηρίου ηγουμένου, όστις ουδέποτε έπαυσε να τας ευλογή και τας μνημονεύη τας εναρέτους αδελφάς.

Και κατήλθε προς την θάλασσαν, του ηγουμένου, ενός ασκητικού και ξηραγκενού μοναχού, λίαν ιεροπρεπούς, κατόπιν του πεζοπορούντος και αυτού, και μη δυναμένου ούτε λέξιν να εκστομίση εκ της θλίψεως. Εις το πέλαγος ουδεμία λέμβος εφαίνετο. Εις τα δάση και τα ρεύματα ουδέν σημείον ύποπτον παρετήρησαν.

Καίτοι περιφρουρουμένου εντός θείας ακροπόλεως περιλάλητος εγένετο η σπανία του νέου καλλονή και Φερχάτβεής τις εκ των αγάδων της Δωρίδος βαθύπλουτος και λάγνος επεθύμησε να ίδη εκ του πλησίον το άνθος όπερ έθαλλεν εν ταις αγκάλαις της εκκλησίας. — Εγκαίρως πληροφορηθείς ο Αθανάσιος, τη προτροπή του Ηγουμένου λάθρα ανεχώρησε και κατέφυγεν εις την επί των ορέων της Δωρίδος ενδιαιτωμένην συμμορίαν του Δήμου Σκαλτζά και του Γούλα.

Τας εορτάς του Πάσχα και των Χριστουγέννων φορτώματα εμοίραζε κάτω εις τον λαόν τον σίτον και το έλαιον. Ούτως ο δήμαρχος επί κεφαλής οπλοφόρων εξήλθεν εις τα όρη προς ανακάλυψιν των ληστών, παρακολουθούντος και του ηγουμένου. Κατά πρώτον μετέβησαν εις την Μονήν, όπου εύρον τους μοναχούς δεμένους ακόμη, κ' έμαθον ασφαλώς πλέον την γενομένην συμφοράν.

Τα άλλα δε αυτής κειμήλια και θησαυροί, συνιστάμενοι εις 7 1/2 οκάδας χρυσού και 55 οκάδας αργύρου, κατά την μαρτυρίαν πάντοτε του Ιωακείμ, εις στολάς χρυσοϋφάντους, εικόνας του Κρητός ζωγράφου Κορνάρου, λείψανα του Αγίου Κωνσταντίνου και διαφόρους πολυτίμους σταυρούς, παρελήφθησαν προς διάσωσιν υπό του ηγουμένου Ματθαίου, όστις τα εφόρτωσεν εις έν των πλοίων του Εμμανουήλ Τομπάζη ίνα εξασφαλισθώσιν εις τας νήσους.

Τοιαύτην διήγε φίλοσοφικήν ζωήν ο καλός Κορβίνος, αναπληρών την στέρησιν του απηγορευμένου καρπού διά καλών κρεάτων και της προσδοκίας του Παραδείσου, ότε ημέραν τίνα λαβών διαταγήν να κυνηγήση τους πολιορκούντας την βιβλιοθήκην του ηγουμένου σκόρους, εύρεν εκεί μετάφρασιν του περί π α ρ θ ε ν ί α ς λόγου του Αγίου Βασιλείου.

Είταν ανιψιός ενός Ηγουμένου ο Παναγής. Και σ' αυτόν τον Ηγούμενο χρωστά τη μεγαλήτερή του την παραξενιά, που στάθηκε, καθώς θα δούμε κατόπι, κ' η μεγαλήτερη αρετή του. Η παραξενιά του είταν που ένα πράμα είχε παντού και πάντα στο νου του, κι άλλο δεν έλεγε παρ' αυτό: «Θα μας ξαναφυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος» ώσπου κατάντησε να τονε βλέπη ο κόσμος, και να του φωνάζη, «θα μας φυτρώση ο Κωσταντίνος».