United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το φως του ηλίου είχε κρυβή, αλλά δεν είχεν εισέτι επέλθει της νυκτός το σκότος, ότε , κλείσαντες την αποθήκην, εξήλθομεν του Χανίου. Η πύλη ήτο εισέτι ανοικτή. Δεν είχομεν ούτε σάκκον, ούτε δέμα, ουδ' άλλο τι δυνάμενον να υποδείξη τους σκοπούς μας. Εις τους κόλπους μας μόνον και εντός των ενδυμάτων εκρύψαμεν ό,τι ηδυνάμεθα να φέρωμεν μεθ' ημών ασφαλώς και κρυφίως.

Εξήλθομεν προς την μεσημβρινήν πλευράν του παλαιού μονυδρίου, και οι δύο ήρχισαν να επιθεωρούν επιμελώς την τοποθεσίαν. — Να ο μεγάλος βράχος, είπεν ο Νικολός, αυτός θα είναι. Να ο ήλιος, τώρα πρέπει να είναι δυο κοντάρια ψηλά. Να κι' ο ίσκιος, ως πού φθάνει.

Τούτο εννοήσας ο Κ. Μελέτης επρότεινε, περί την δύσιν του ηλίου, εις τους πληρούντας την αίθουσαν φίλους να μας δείξουν τα ερείπια αρχαίου οικοδομήματος, εις ημισείας περίπου ώρας απόστασιν. Εξήλθομεν λοιπόν πάντες ομού εις περίπατον, ομοιάζοντα ως εκ της πληθύος της συνοδίας προς εκδρομήν επιστημονικού συλλόγου.

Είς έλεγε, στάσις των Γενιτσάρων άλλος, πόλεμος Ρωσσικός• τινές εψιθύριζον, επανάστασις των Χριστιανών. Ούτω διήλθεν η ημέρα εκείνη. Ήτο Σάββατον. Ημείς δεν εξήλθομεν του Χανίου, αλλ' από της πύλης εβλέπομεν ενόπλους και αγρίους τους Τούρκους περιφερόμενους εις τας οδούς. Την επιούσαν υπήγομεν κατά το σύνηθες εις την λειτουργίαν.

Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν. Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος εκυλίετο αδιακόπως.

Όταν εξήλθομεν από την λειτουργίαν, περί το λυκαυγές, ο Γούμενος μειδιών, μας προσέφερεν επί της πεζούλας έξω του ναού, όπου εκαθήσαμεν, ροδάκινα και ρακί, ευλογίαν του Μοναστηρίου.

Εξήλθομεν εντούτοις εκ της Εκκλησίας και επροχωρήσαμεν προς την εξοχήν· διαφόρους δε καθ' οδόν ερωτήσεις περί του Κώστα απηύθυνεν ο Γεροστάθης προς τον Πέτρον· θέλω δε διηγηθή εν περιλήψει το εξαγόμενον της συνομιλίας των.

Ότε δε μετά την γυμναστικήν εξήλθομεν εις περίπατον μετά του Γεροστάθου, είς εξ ημών τω είπεν ότι πολύ ωραίον ήτο το προς την Ευφροσύνην μάθημά του· ο δε αγαθός γέρων απήντησε τα εξής. — Το καλόν αντί κακού δεν είναι ιδικόν μου μάθημα· είναι μάθημα σωτήριον του Σωτήρος ημών, είναι η θειοτέρα παραγγελία αφ' όσας μας έδωκεν ο θεάνθρωπος Ιησούς.

Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου. Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος. ― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!

Ημέραν τινά, ότε εξήλθομεν μετά του Γεροστάθου εις περίπατον, ο Φίλιππος και ο Ανδρέας, συνδιαλεγόμενοι και βραδέως περιπατούντες, έμειναν όπισθεν ημών, οίτινες προχωρήσαντες είχομεν αναβή επί της κορυφής ωραίου λόφου.