United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχετο τακτικά δύο φοράς την εβδομάδα από το καλυβάκι της, το οποίον απείχεν ημισείας ώρας δρόμον από την έρημον ακτήν, ήρχετο διά να επισκεφθή την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, και τους Αγίους Αποστόλους, και τον Άγιον Νικόλαον, και όλα τα παρεκκλήσια τα κτισμένα επάνω εις τους αγρίους μονήρεις βράχους, διά ν' ανάψη τα κανδήλια και να προσευχηθή εις τους Αγίους.

Αχ, Γουλιέλμε! προς τι με σπρώχνει συχνά η καρδία μου! — Αφού κάθωμαι πλησίον της δύο τρεις ώρας, και τέρπωμαι εις την μορφήν της, τον τρόπον της, την θαυμασίαν έκφρασιν των λόγων της, ολίγον δε κατ' ολίγον όλαι αι αισθήσεις μου εντείνονται, και σκότος απλώνεται προ των οφθαλμών μου, μόλις ακόμη ακούω και με πιάνει κάτι από τον λαιμόν, σαν ένας δολοφόνος, και η καρδιά μου εις αγρίους παλμούς ζητεί να δώση αέρα εις τις στενοχωρούμενες αισθήσεις μου και αυξάνει μόνον την ταραχήν τωνΓουλιέλμε, τότε πολλάκις δεν ξεύρω αν είμαι εις τον κόσμον!

Αλλοίμονο, κοπέλλα μου, της είπε. Αυτός δεν είναι πια στον απάνω κόσμο. Μέσα στα σπλάχνα της γης, μέσα στους άγριους τους τόπους, έφαγε τα νιάτα του, γυρεύοντας την τύχη του. Δεν τον βοήθησε ο Θεός. Βγήκε χλωμός, με την ψυχή στο στόμα απ' τα σκοτεινά λαγούμια της γης, για να ξαναμπή πάλι για πάντα. Και τα μάτια του ξένου τρέχανε δάκρυα.

Κλείσε την θύραν σου καλά, αυθέντα μου, διότι έχει μαζί του φοβερούς κ' άγριους ακολούθους και, — ευκολοαπάτητος εκείνος καθώς είναι. — να τους αφήση είν άξιοι να κάμουν ό,τι θέλουν, ώστε δεν είναι γνωστικόν κανείς να μη φοβήται. ΚΟΡΝ. Κλείσε, αυθέντα μου. Σωστά σου είπεν η Ρεγάνη. Τι τρικυμία φοβερά! Εις τα σκεπά ελάτε! Εξοχή άδενδρος. Τρικυμία, αστραπαί και βρονταί.

Απ' έξω υπήρχε πεζούλιον, προς ανάπαυσιν, αλλά διά να ξεκουρασθή κανείς από της επιπόνου οδοιπορίας καθήμενος εκεί, έπρεπε να ζητήση την άδειαν από τον Γέρω-Βοριά, όστις με αγρίους σφυριγμούς, απεδίωκε τους ξένους. Αι γυναίκες ήνοιξαν και εισήλθον. Σκότος βαθύ και σιωπή.

Ο λίγος ουρανός, απλόνουνταν καταγάλαζος, σπαρμένος από μικρουλάκια κοκκινόξανθα συγνεφάκια, απάνω στο κεφάλι μας, τριγύρω στους άγριους και κατάψηλους βράχους, που μας τριγύριζαν.

Τ' άλογά τους ψοφήσανε από την κούραση· οι προμήθειές τους τελειώσανε, τραφήκαν ένα ολόκληρο μήνα με άγριους καρπούς και βρεθήκανε τέλος κοντά σ' ένα μικρό ποταμάκι, που σ' όλο του το ρέμα είχε κοκοφοίνικες· μ' αυτούς διατηρήσανε τη ζωή τους και τις ελπίδες τους.

Θηρεύουν δε αγρίους όνους, στρουθοκαμήλους και μάλιστα πιθήκους και ενίοτε ελέφαντας• διότι αυτά μόνον τα ζώα αντέχουν εις την δίψαν και ανέχονται περισσότερον το υπερβολικόν καύμα του ηλίου.

Ιδού, έλεγα• αυτός μικρός, άσχημος, άοπλος, υπακούεται από τους αγρίους περί αυτόν πολεμιστάς και τους κυβερνά. Διατί ; Διότι έχει νουν και γνωρίζει γράμματα. Ο νους δεν πλάττεται, τα γράμματα όμως μανθάνονται• η γνώσις έρχεται από τον Θεόν, αλλ' αι γνώσεις αποκτώνται! Ταύτα εσκεπτόμην.

Πολλοί άλλοι, τα όμοια προτιμήσαντες, περιέγραψαν δήθεν περιηγήσεις και ταξείδιά των, εις τα οποία μας παρουσιάζουν υπερμεγέθη θηρία και ανθρώπους αγρίους και ήθη παράξενα.