Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ο γιατρός σαν είδε κι' απόειδε, είπε μια ημέρα: — Άλλη σωτηρία δε γίνεται. Να κάνη κανένα ταξίδι. Ναλλάξη το αέρι. Η παπαδιά στραβομούριασε. Δεν της άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. «Είδαμε και πάθαμε, είπε μέσα της, να τον βγάλωμε απ' τη θάλασσα. Και πάλι τα ίδιαΓύρισε και κύτταξε το γιατρό. — Με συμπαθάς, γιατρέ μου. Οι χτικιασμένοι ξέρω που πάνε και ταξιδεύουν.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κανονίζουνται τα θρησκευτικά Όταν ο παλιός ο κόσμος, και μάλιστα ο πιο γραμματισμένος, είδε κι απόειδε πως προκοπή πια δεν είχε, κι ας τον υποστηρίζανε Γαλέριοι και Λικίνιοι, άλλο δεν τούμνησκε παρά νάρχεται και να κατασταλάζη μέσα στης νέας θρησκείας το χωνευτήρι. Με προστάτη μάλιστα της Χριστιανωσύνης τώρα τον Κωνσταντίνο, τέτοιο κίνημα και φυσικό φαίνεται και συφέρο τους είταν.

Ο Μιχαληός τον έσερνε απ' το μανίκι. Εκείνος αντιστεκότανε. — Να συμμαζέψουν τα σκυλιά τους ο κόσμος, γιατί θα γίνη μεγάλο κακό. Αυτό σου λέω μονάχα! είπε σκουπίζοντας τα ματια του απ' το κακό του. Ο Μιχαληός, σαν είδε κι' απόειδε πως δεν τον έκαμε ζάφτι, τον πήρε με το καλό. — Έννοια σου! Αύριο θα πω των καπετανέων να τα συμμαζέψουν. Άιντε να ησυχάσης τώρα. Ο Αγγελής δεν έπαιρνε από λόγια.

Περίμενε, περίμενε ένα μήνα, δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγειναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι' απόειδε, πήρε ένα σακκούλι στον ώμο του, φόρεσε την κάππα του από το ένα το μανίκι και τράβησε για την Ξενιτειά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι.

Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Εδούλευε να 'βγάλη το ψωμί του. 'Στά ύστερα όλα του τα κέρδη τα εξώδευσετους ιατρούς. Είδε κι' αποείδε, εγύρισετην πατρίδα εδώ κ' ένας χρόνος. Έβλεπε ακόμη πότε είνε μέρα και πότε νύκτα. Τώρα τρεις μήνες δεν βλέπει τίποτε. Όλα μαύρα, λέγει. — Μαύρα, μαύρα, υπέλαβεν ο γέρων με την πένθιμον φωνήν του. Η γραία έθλιψε τα βλέφαρα με τα δάκτυλά της διά να εμποδίση έν δάκρυ έτοιμον να ρεύση.

Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή! Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά.

Αφού είδε κι' αποείδε, η γρηά Μορισίνα, ότι καμμιά δουλειά, κανένα έργο, ό,τι κι' αν είχε καταπιαστή, δεν της εβγήκε σε καλό τέλος, στα υστερνά της βάλθηκε κι' αυτή ν' αποσάνη της κουβέντες, τα μαντάτα, και της δουλειές των αλλονών. Κ' επέρναε τον καιρό της να κρένη και να ξεστομίζη σκόλια για κάθε τι. Η μεγαλείτερη δουλειά της ήτον να λέη τραγουδάκια, να βγάζη παραγκόμια για τον καθένα.

Τρελλαμένος απ' την αγάπη είδε κι' απόειδε και μια νύκτα έβαλε ένα τρομπόνι στα μιλίγγια του και σκόρπισε στον άνεμο το άσχημο πρόσωπό του. Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ' την ασχημιά του και χρειάσθηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε.

Πέρσυ μη ρωτάς πώς τα καψοκαταφέραμε να οργώσουμε μ' ένα βόιδι. Να πω και τ' άλλο. Σάματ' δεν είχε δίκιο κι αυτός ο μαύρος; Τίποτα εγώ! Άντρα, να πουλήσουμε το βόιδι· άντρα, να κοιτάξουμε το παιδί μας, το σπλάχνο μας. Είδε κι απόειδε κι αυτός, το δόσαμε προχτές, ντιπ, για ψωμί, που λένε, κι ήρθαμε μέσα. Όπως κάμουμε ας κάμουμε φέτος και χωρίς ζευγάρι.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν