United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και χωρίς να κοιτάξη καλά καλά την περιέργεια, τη βουβαμάρα των στρατιωτών μέσα στο αποκοιμιστικό τραγούδι της φωτιάς, άρχισε να μολογάη την ιστορία του ο λοχίας ο Κώστας Μόσχος, σα να κουβέντιαζε αδελφικά με κάνα παλιό σύντροφό του, ενώ άρχιζαν να τρώνε: — Οχτώ τ' Μαϊού στα γδόντα έξ. Η άνοιξη μας βρήκε αγνάντια από τον Έλυμπο κοντά στην Καρυά, στο σταθμό στο Γουδαμάνι τ' Νεζερού.

Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον, τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου μελιηδέα, άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς μίαν όλην ημέραν. — Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο!

Αναβήτε απάντη καρυά! ανεφώνησεν αίφνης η μήτηρ, ης οι οφθαλμοί έλαμπον εξ αφάτου χαράς, ως να έσυρεν αυτή την καμάραν. Ω μοίρα κατηραμένη της γραίας! Τι ήθελες τοιαύτην ιδέαν να εμβάλης εις τα ξηρά χείλη της;

Πήγα λοιπόν κι άρχισα να τον ορμηνεύω: όχι τούτο, όχι κείνο· έτσι τούτο, έτσι κείνο. Μα αυτός τη δουλειά του· δεν ήθελε να μ' ακούση... — Δεν τον άφινες να κάνη ό,τι θέλει· του είπε η Ελπίδα. — Ό,τι θέλει! πως θα τον αφήσω να κάνη ό,τι θέλει! Πιάνω, που λες, μια μηλιά που είχε φυτεμένη δίπλα σε καρυά, την ξερριζώνω και τη βάνω παραπέρα. — Να, μωρέ κουλούκι, του λέω· εδώ είν' η θέση της.

Πάραυτα από μυστικού πόθου κινούμεναι αι δύο θυγατέρες της θειά- Ζωίτσας, ανήλθον μετά προσοχής βαίνουσαι επί των λείων και ολισθηρών κλάδων του δένδρου συνηθισμέναι, διότι ανέβαινον και εσύναζον τα κάρυα.

Δεν βουβαινόμουνα που είπα να αναιβούνετη καρυά! Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της. Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα: — Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε!

Ερχόταν κορδωμένος και γελαστός σαν τραπεζίτης που ασφάλισε για καλά τα χρήματά του. Η μόνη θλίψη που του θάμπωνε τη ζωή, ήταν που δεν εύρισκε το κατάλληλο βάθρο της Δόξας του. Είχε αληθινά τον κορμό της καρυάς, μα τώρα κάμποσες μέρες τον εύρισκε αταίριαστον κι αυτόν. Τι τα θες, αδερφέ! δεν πήγαινε καρυά να βαστάη έν' άγαλμα! Σκέφτονταν να ξεφλουδίση τον κορμό και να τον περάση με βάμμα.

Μου φαίνεται πώς είνε κομμένα τα ήπατά μου. — Μήπως κάθεσαι καμμιά μέρα; Ούλου παλεύεις, είπεν η Δεσποινιώ. Και εχασμάτο η γραία, ενώ αι θυγατέρες της ενεδύοντο. — Θα τα 'ρμάξνι κείνα τα 'κκιά! είπεν η θειά-Ζωίτσα. — Αμ την καρυά; — Καλά λες· είπε ζωντανεύσασα ολίγον η γραία. Κάμετε γλίγωρα.

Υποκάτω, εντός του καθαρισμένου κύκλου εκάστης ελαίας, σωροί-σωροί εφαίνοντο αι πίπτουσαι ελαίαι, μεγάλαι ως κάρυα, τας οποίας ουχί πλέον ανά μίαν διά των δακτύλων, αλλά πολλάς ομού εσύναζον αι εργάτιδες, πληρούσαι αυτοστιγμεί τα καλάθια και είτα τους σάκκους. — Ως το πάσχα! Έλεγον οι κτηματίαι χαίροντες.