United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επισκέπτονται την Σιγιόν, βλέπουν έξω εις την λίμνην το νησάκι με τας τρεις ακακίας, διαβάζουν περί του ζεύγους των μελλονύμφων, που μια βραδυά το έτος 1856 έπλευσε εκεί, περί του θανάτου του γαμβρού και: &«μόλις την ακόλουθον πρωίαν ήκουσαν από την ακτήν τας θρηνώδεις απέλπιδας κραυγάς της νύμφης».&

Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν . . . αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα·ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα και νερόμυλονκαι να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.

Εδώ, εξαιρέσει των ναυτικών μερών, όπου τα παιδία πίπτουν από το στήθος της μητρός των εις την θάλασσαν, μέχρι προ ολίγων δεκάδων ετών η θάλασσα η «πικροκυματούσα» ενέπνεε θρηνώδεις στίχους, αλλ' όχι και την ιδέαν της καθαριότητος. Συνήθως έν και μόνον θαλάσσιον λουτρόν εγίνετο και τούτο κατά την νύκτα της Αναλήψεως και διά λόγους κερδοσκοπικούς.

Το πλήθος έπαυσε να ωρύεται διά να παρατηρή μετά περισσοτέρας προσοχής· μεταξύ των ωρυγών και των ψυχορραγημάτων ηγείροντο ακόμη θρηνώδεις φωναί ανδρών και γυναικών: «Προ Κρίστο! Προ ΚρίστοΤο αίμα έρρεεν ως χείμαρρος από τα διαμελιζόμενα σώματα. Οι κύνες εξέσχιζον μεταξύ των αιμοσταγή μέλη.

Κοντεύεις εσύ να το πάθης, που είσαι άλλης λογής ζωντίμι. Εν τούτοις ο κύων εξακολουθεί να ολολύζη. Ολίγος χρόνος παρήλθεν εισέτι, και η θύρα του σπηλαίου ηνοίχθη αιφνιδίως. — Τι είνε, Θεόδωρε; έκραξε μετά μεμπτικού τόνου ο Πλήθων. Αι θρηνώδεις φωναί του κυνός ήσαν τόσον διάτοροι, ώστε αντήχησαν έσω του άντρου, και ο Πλήθων δεν ηδυνήθη να υπομείνη.

Ενώ τώρα η εκ της ζηλείας και της στερήσεως συγκέντρωσις των πόθων μου εις έν μόνον πράγμα με είχε μεταβάλη, εμέ τον φρόνιμον Συριανόν, εις είδος τι Οδοιπόρου ή Ερωτοκρίτου απαγγέλλοντος θρηνώδεις μονολόγους. Νύκτα τινά, μη αντέχων πλέον, ήνοιξα αθορύβως την χωρίζουσαν ημάς θύραν και επροχώρησα βήματά τινα προς την κλίνην της.

Δεν βουβαινόμουνα που είπα να αναιβούνετη καρυά! Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της. Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα: — Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε!