United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αθανάσιος Διάκος, υιός του περιφήμου αμαρτωλού Αθανασίου Γραμματικού, εγεννήθη τω 1792. Αλαμάνα. Η του Σπερχειού ποταμού γέφυρα, όπου απέθανεν ο Διάκος πολεμών. Όρος της Ευρυτανίας, όπου μετά την εν Βαλτετσίω μάχην ο Κολοκοτρώνης εφόνευσε υπέρ τους τριακόσιους Τούρκους, ως δεικνύει και το δημώδες άσμα του οποίου υποσημειώ την αρχήν.

Αλλ' εν πάση περιπτώσει αυτή με την επίμονον άρνησίν της εις τας περί απαγωγής προτάσεις του έγινεν αφορμή του κινδύνου τον οποίον διέτρεξε. — Θωρείς τα δα τα λόγια μου πως βγαίνουν ένα ένα, σαν του καλού γραμματικού απού βαστά την πέννα; είπεν η χήρα θριαμβευτικώς.

Κατέβηκε έπειτα ο Αυτοκράτορας από την ασπίδα, και ξαναμπήκε στην αίθουσα όπου είχε φορεθή, έβαλε τη βασιλική χλαμύδα και τη διαμαντένια κορώνα, και ξαναβγήκε στο κάθισμα, φωνάζοντας ο λαός «Σεβαστέ», κι ο στρατός «Αύγουστε». Σα σώπασε ο κόσμος, προσφέρθηκε στο Βασιλέα έγγραφο, ο Βασιλέας τόδωσε του γραμματικού, κι ο γραμματικός διάβασε μεγαλόφωνα τη βασιλική Προσφώνηση, αντισκόβοντας κάθε λίγο ο λαός και φωνάζοντας, «Κύριε ελέησον, Υιέ Θεού, Συ αυτός ελέησον, Αναστάσιε Αύγουστε του βίγκας. ευσεβή Βασιλέα ο Θεός φυλάξοι», κι άλλα παρόμοια.

Εμυρίστηκε τον κίνδυνο κ' έδραμε να του αντιταχθή στηθάτα όπως ο ταύρος στον ταυρομάχο. Άστραψε το βλέμμα του κ' εφρύαξεν η ψυχή του. Ξεφέσωττος, με τα μαλλιά πίσω ριγμένα, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαζε με στιβαρή χούφτα το δοιάκι από το χέρι του γραμματικού κ' εφάνηκε στο κάσαρο θεός θαλασσοδαμαστής. — Κάτω τους κούντρους!... Στίγγα τη μπούμα!... προστάζει αγριόθυμος.

Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»... Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού: — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα. — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό έχουμε; διαμάντι. Διαμάντι, ναι.

Πρέπει να αναγνωρισθή οιονεί επισήμως σήμερον, εν ευλογία της μεγάλης ημέρας, εν ευλογία των οφθαλμών όσοι εδάκρυσαν εκ των τόσων αυτού διηγημάτων και των καρδιών όσαι απαλύνθησαν εκ των τόσων αυτού εικόνων, και των ηθών όσα ελευκάνθησαν εκ των τόσων υπό την μαγικήν του γραφίδα ανατειλασών μετ' αρρήτου ευωδίας αρετών, να αναγνωρισθή ο αθόρυβος, ο μετριόφρων, ο σιωπηλός, ο ανεύρετος, ο αόρατος, ο ακοινώνητος, ο ιδιότροπος, ο ιδιόβιος συγγραφεύς, ως μία δύναμις έξοχος του κόσμου των γραμμάτων, ως είς πρωταγωνιστής απροσπελάστου ύψους της φιλολογικής σκηνής μας, ως έν πνεύμα καταπληκτικής γονιμότητος και πραξιτελείου κάλλους του γραμματικού ημών κόσμου, ως ποιητής, όστις θα ετίμα και θα εδόξαζε και θα εκάλλυνε πάσαν ξένην, νέαν ή παλαιάν φιλολογίαν.

Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο καπετάνιος μας. Η θάλασσα παμπόνηρη εγνώριζε, νομίζεις, την αξία του κ' επάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ως που να τον αρπάξη στα φτερά της. Μια τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε ώστε να τον κάμη πασπάλη. Εφιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του γραμματικού κ' έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα εκατεβαίναμε στην Πόλη.

Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή κ' εκείνη. — Για να είμαστε οι δυο μόνοι, οι δυο μας σ’ όλον τον κόσμο!... Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τόρα· μεταξοσέντονα με χρυσές ούγιες, με δαντελένιες άκρες, με στιμόνι από δροσιά. Γύρω και απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα γνώρισεν αργαλιός, που δεν τα ύφανεν υφάντρα.