United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΗΡΥΞ Σου λέω στην πόλη ενάντια μη θες να κάμης. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και γω σου λέω τα περιττά σε με μην κρίνης ΚΗΡΥΞ Σκληρός ο λαός, μια που απ’ τον κίνδυνο γλυτώση. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκλήριζε, μα όμως άταφος αυτός δε μένει. ΚΗΡΥΞ Μα αυτόν που η πόλη εχθρεύεται, συ θα τον θάψης; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Έχει κριθή από τους θεούς τώρα πιά τούτος. ΚΗΡΥΞ Όχι όμως πριν σε κίνδυνο ρίξη τη χώρα.

Τι ζητείς δι' αυτόν συ ο κήρυξ; ΕΡΜ. Δόσε δύο τάλαντα. ΑΓΟΡ. Τον αγόρασα εις αυτήν την τιμήν, αλλά τα χρήματα θα τα πληρώσω αργότερα. ΕΡΜ. Το όνομά σου; ΑΓΟΡ. Δίων ο Συρακούσιος . ΕΡΜ. Να τον χαίρεσαι. Έλα τώρα συ ο Επικούρειος. Ποιος τον θέλει αυτόν; Είνε μαθητής εκείνου που γελά και του άλλου του μεθυσμένου, τους οποίους προ ολίγου είχαμεν εκθέση εις δημοπρασίαν.

Αλλά τέλος πάντων εις τι συνίστανται κυρίως αι γνώσεις σου και ποίαν τέχνην μετέρχεσαι; ΔΙΟΓ. Είμαι ελευθερωτής των ανθρώπων και ιατρός των παθών• εν γένει δε θέλω να είμαι της αληθείας και του θάρρους ο κήρυξ. ΑΓΟΡ. Και αν σ' ερωτήσω, στόμα της αληθείας, κατά ποίον τρόπον θα με εξασκήσης;

Και ο κήρυξ εφώναξεν ανά τας οδούς ότι, όστις ήθελε κατά τα πάτρια πάντων των Βοιωτών να συμμαχήση, να έλθη και αποθέση τα όπλα του πλησίον των ιδικών των, διότι ήλπιζον ότι διά του τρόπου τούτου ευκόλως ήθελεν υποταγή η πόλις.

Διότι, αφού ο κήρυξ ετελείονε την δημοπρασίαν των ευειδεστάτων, εσήκονε την ασχημοτάτην, ή ανάπηρόν τινα εάν ευρίσκετο τοιαύτη, και εκήρυττε ποίος ήθελε να την νυμφευθή αρκούμενος εις ολίγην προίκα· τέλος δε την κατεκύρονεν εις εκείνον όστις εζήτει τα ολιγώτερα.

Εφέτος είνε άκαιρο το μαξούλι. Ούτε με 18 δεν βγαίνω. Μα τι να κάμω! Ο κήρυξ χαίρων ετραγώδει την νέαν προσφοράν: — Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες, ο φόρος του ελαιοκάρπου!

Συγχρόνως τα τρία μέλη της πλειονοψηφίας, χωρίς να περιμένωσιν όπως παρέλθωσιν ολίγα λεπτά, άνευ των οποίων ουδεμίαν είχεν έννοιαν η κλήσις του κήρυκος, προέβησαν εν σπουδή, παρά τας διαμαρτυρίας του προέδρου και του ελληνοδιδασκάλου, εις το κλείσιμον των δύο κιβωτίων. — Κήρυξ, έκραξεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε ότι η ψηφοφορία ετελείωσε και ότι αρχίζει η διαλογή.

Λοιπόν εις την ιδικήν μας πολιτείαν πρώτον διά τον δρόμον ενός σταδίου προσκαλεί εις τους αγώνας ο κήρυξ, ο δε αγωνιστής εισέρχεται κρατών τα όπλα. Δι' άοπλον δε αγωνιστήν δεν θα ορίσωμεν αγωνίσματα.

Αλλ' ο κυρ-Δημάκης βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις του: — Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα! — Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ. — Τριάντα!

ΚΗΡΥΞ Πρέπει ό, τι αποφάσισαν κι αποφασίζουν οι προύχοντες αυτής της πολιτείας του Κάδμου, να πω να μάθετε. -Αυτόν, τον Ετεοκλέα, που απ’ αγάπη της πατρίδας του έχει πέση εκεί όπου αξίζει στα καλά τα παλικάρια, να θάψουν με τιμές στη χώρ’ αποφασίζουν· τέτοια έχω λάβη προσταγή να λέω για τούτον.