United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΑΣΙΛΕΑΣ Την αξιότητά σου ωμολογούσε εις όλους· καιτην περιγραφήν της τέχνης, οπού εξέχεις, της οπλασκίας, κ' εξαιρέτως του σπαθιού σου, εκήρυττε πως θαύμα το 'χε να ημπορούσε άλλος με σε να συγκριθή· κ' έκαμνεν όρκον 'πού, αντίπαλον αν σ' είχαν, ως και οι ξιφομάχοι του γένους του θα έχαναν όσην τέχνην έχουν εις την ορμήν, εις την προφύλαξιν, 'ς το μάτι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'. Πώς έζη εν Γαλιλαία Ο Ιησούς και οι οπαδοί του. — Η πρόσοψίς Του. — Βίος πτωχείας, εργασίας, λύπης και αγίας χαράς. Εις την περίοδον ταύτην του πρωίμου κηρύγματος ανήκουσιν αι αποστολαί και αι πορείαι εκείναι, αι περιφοραί ανά τας πόλεις και τας κώμας της Γαλιλαίας, όπου εδίδασκε, κ' εκήρυττε και ηλέει, ως μνημονεύεται συχνά εις τα τρία πρώτα Ευαγγέλια.

Οι ευγενείς εκακοποίουν τον Μαρτελάον, τέλος δε διέταξαν τους χωρικούς να δένωσι τα φορτηγά ζώα εν τη πλατεία της Αναλήψεως και παρά τη οικία αυτού, εν επί τούτω πασάλοις, όπως δια των ογκηθμών και των φωνών των χωρικών διαταραχθή η ησυχία ότε παρέδιδεν ή εμελέτα ή απ' άμβωνος εκήρυττε τον θείον λόγον.

Θέλεις και αλλά παραδείγματα; Μήπως ο Δημάδης, ο Αισχίνης και ο Φιλοκράτης, άμα ανηγγέλθη ότι ο Φίλιππος θα εκήρυττε πόλεμον κατά των Αθηνών, δεν επρόδωσαν την πόλιν και δεν παρέδωκαν τους εαυτούς των εις τον Φίλιππον εκ φόβου και πάντοτε εξηκολούθουν να υπηρετούν τους σκοπούς αυτού; Και αν κανείς άλλος Αθηναίος είχε τα αυτά φρονήματα και αυτόν τον είχαν φίλον.

Ο δήμαρχος, κήρυξ στωμύλος, διατρέχων την αγοράν και τας οδούς εκήρυττε προς τους κατοίκους το γεγονός, οίτινες μετά θαυμασμού ήκουον και άλλοι μεν έκαμον τον Σταυρόν των, άλλοι δε εχαρακτήριζον όσον σεμνότερον ηδύναντο το πράγμα.

Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση. Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε·Ποίος είνε; — Άνοιξε, Αϊμά. Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν.

Κατόπιν της κυρίας ταύτης διαιρέσεως, ήρχοντο άλλαι μυρίαι υποδιαιρέσεις. Η μία συνοικία εκήρυττε πόλεμον κατά της άλλης συνοικίας. Πάσα οικογένεια πόλεμον κατά της άλλης οικογενείας. Παν άτομον πόλεμον κατά του άλλου ατόμου. Ο γείτων δεν έλεγε μίαν καλημέραν, που είνε του Θεού, εις τον γείτονα. Έκαστος έχαιρε να βλέπη τον άλλον δυστυχούντα.

Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν.

Διότι, αφού ο κήρυξ ετελείονε την δημοπρασίαν των ευειδεστάτων, εσήκονε την ασχημοτάτην, ή ανάπηρόν τινα εάν ευρίσκετο τοιαύτη, και εκήρυττε ποίος ήθελε να την νυμφευθή αρκούμενος εις ολίγην προίκα· τέλος δε την κατεκύρονεν εις εκείνον όστις εζήτει τα ολιγώτερα.