Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Ο γυιός ήτανε παππάς και μάλιστα γούμενος και η μάννα καλογρηά! Το εξωτερικό τους δε πολύ ευπρόσωπο. Εκείνος με καινούριο ράσο, χοντρός, προκοίλης, κόκκινος, με μεγάλα, βαθυγάλαζα, ψυχαλιστά μάτια και με καστανή, πυκνή γενειάδα.

Κάτου στα θεμέλια του πύργου, οπεκρεμώταν χοντρός κ' ισοκατέβατος, έκλειναν κάθε μπασιά κ' έφραζαν κάθε πόρο βατουλιώνες αδιάβατοι, που άπλωναν πέρα δώθε τους χλαμούς τους αγκαθερούς και θρεμένους.

Έπιναν, καθισμένοι στο ήσυχο δωμάτιο του ισογείου, με τα πόδια σταυρωμένα και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Και οι δυο, ο χοντρός και ο λεπτός, έμοιαζαν ικανοποιημένοι από τη ζωή. «Πιες, πιες!», είπαν και οι δυο προσφέροντας στον Τζατσίντο το κρασί τους, αλλά εκείνος αποποιήθηκε και τα δυο ποτήρια. «Άρρωστος είσαι; Γιατί δεν πίνεις;» «Άρρωστος είμαι, ναι»

Όχι, σου λέγει, είνε χοντρός κάβος και χύνει το βουνό κ' έρχεται ο Θρακιάς από πάνω και βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισες! Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι... — Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε, πες μας λοιπόν! εφώναξεν ανυπόμονα ο Αλέξης Σκιαθίτης αράθυμος πάντα.

Γιατί, είπεν ο ναύτης μ' αποφασιστική ειρωνεία, θα τους λερώσομε την καπνοδόχο; Κι' οι άλλοι γέλασαν. Άλλος ναύτης, μιλούσε για την πρώτη εντύπωση που τούκανεν η μπασσαβιόλα: Σαν την πρωτόειδα έκανε βρρ-βρρ-βρρ· Την έπαιζεν ένας χοντρός Κερκυραίος κι' ήτανε πιο αψηλή από δαύτον. Και όλο βρρ- βρρ-βρρ. Τάλλα όργανα γριτσανίζανε σαν ποντικάκια μπροστά της.

Τον είδα να τεντώνη τον λαιμό εδώ κ' εκεί, να κινή τις φούντες σαν φιδόγλωσσες, λέγεις κ' εζητούσε κάτι στα νερά και άξαφνα με ορμή να κουλουριάζεται και να φωλιάζη μέσα στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως σταχτόμαυρος, χοντρός σαν κορμός πλατάνου χιλιόχρονου αφού ερούφηξε κ' επρίσθηκε καλά, εταλαντεύθη κ' εβάδισε θεότρομος όγκος καταπάνω μας. — Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω φωνή βραχνήν από το κάσαρο.

Αλλης δα καμμιάς δουλιάς, Χωριστά από της κοιλιάς, Λόγο, ξέρω, δε σ' αρέγει, Το αχείλι σου να λέγη Σ' ήκουσα πολαίς φοραίς Σε συμπόσιου χαραίς, Της ζωής σου έγνια πρώτη, Καθαυτό το φαγοπότι. Ζήσε, ζήσε για να τρως, Για να γένεσαι χοντρός. Ότι, ως φαίνεται, η φύση Πιταυτου σε έχει χτίση, Να χωνεύης θαμαστά Να μιλής γι' αυτό σωστά. Να δειπνάς, να γιοματίζης. Κι' άλλο τι να μην αχρήζης.

Τι ναι λοιπόν όλ' αυτά; φώναξε ο Αγαθούλης· και ποιος δαίμονας εξουσιάζει παντού; Ρώτησε ποιος ήτανε αυτός ο χοντρός άνθρωπος, που τον σκοτώσανε με τόση πομπή. — Είν' ένας ναύαρχος, του απαντήσανε. — Και γιατί τον σκοτώσανε αυτόν το ναύαρχο; — Γιατί δε σκότωσε πολύν κόσμο εναυμάχησε μ' ένα Γάλλο ναύαρχο κι' αποδείχθηκε, πως δεν τον επλησίασε αρκετά.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν