United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν καλά, ακολούθα με, Τριστάνε. θα σε βοηθήσω». Ο αυλάρχης έκρυψε στο Λιντάν τον Τριστάνο, τον Γκορνεβάλη, τον Καερδέν και τον ιπποκόμο του, κι' όταν ο Τριστάνος του ιστόρησε λέξι προς λέξι όλες της τελευταίες περιπέτειες του, ο Ντινάς πήγε στο Τινταγκέλ για να μάθη νέα της Αυλής.

Αφού ο αρχικυνηγός του ιστόρησε τα συμβάντα, ο Μάρκος θαύμασε την ωραία διάταξι της συνοδείας, το καλό κόψιμο του ελαφιού, και τα σπουδαία συστήματα του κυνηγιού. Μα προ πάντων θαύμαζε το ωραίο, ξένο αγόρι, και τα μάτια του δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω του. Από πού του ερχότανε αυτή η πρώτη τρυφερότης; Ο Βασιληάς ρωτούσε την καρδιά του και δεν μπορούσε να καταλάβη.

Ο γραμματέας έσπασε το κερί και χαιρέτισε κατά πρώτον το Βασιλέα εξ ονόματος του Τριστάνου. Έπειτα του ιστόρησε όλα όσα παρήγγελνε ο Τριστάνος. Ο Μάρκος άκουγε χωρίς μιλιά και κατά βάθος εχαιρότανε, γιατί αγαπούσε ακόμη τη Βασίλισσα. Ονομαστί συγκάλεσε τους πειο ξακουστούς βαρώνους του, κι' όταν μαζεύτηκαν όλοι, έκαναν ησυχία και μίλησε ο Βασιληάς: «Άρχοντες, έλαβα αυτή την επιστολή.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κάθισε ωστόσ' ολίγο και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου, 'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας, αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς. ΟΡΑΤΙΟΣ Ας ήναι· ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.

Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κ' η καρδιά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώση, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύη λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ' όλο το αίμα της και μ' όλη της την ταπείνωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλη στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε».

Και σαν του τα ιστόρησε όλα, του λέει: «Θυμάσαι, παιδί μου, τις Ελληνικές εκείνες παλικαριές που σου ιστορούσα πέρσι; Βραδιές και βραδιές πέρασαν από τότες, και δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε ένα Κόδρο, ένα Λεωνίδα. Πού και πού θα πης πιάναμε κανέν' αγρίμι, μα πού τα φοβερά εκείνα τα λιοντάρια της παλιάς εποχής! Θάλεγες πως πάει, ξεθύμανε πια το Ελληνικό το αίμα!

Ο Περινίς του ιστόρησε όλα τα συμβάντα, την καινούργια προδοσία, την ημέρα της δίκης, την ώρα και τον τόπο που είχαν ορισθή. «Άρχοντα, η κυρία μου σας παραγγέλνει, την ωρισμένη μέρα, μ' ένδυμα προσκυνητού, χωρίς όπλα να βρεθήτε στον Άσπρο Κάμπο, αλλά τόσο καλά αλλαγμένος που κανείς να μη μπορέση να σας αναγνωρίση. Για να φθάση στον τόπο της δίκης, θα χρειασθή να περάση το ποτάμι με βάρκα.

Μάρτυρας ο Παυσανίας, που με τα μάτια του τα είδε και τα ιστόρησε. Ως και τα πλούσια λοιπόν εκείνα δώρα που μας έσπειραν οι Ρωμαίοι, ως κ' οι καλοτυχιές που μας έφεραν οι καλλίτεροι τους, δεν ανθίζανε στρωμένες απ' άκρη σάκρη της χώρας, παρά σαν ξένα λούλουδα φυτρωμένα σε μαρμάρινες γλάστρες εδώ και κει.