Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Τι είχε να κάμη τάχα; Να διαβάση; Δεν είχαν νόστα τα βιβλία του. Να εργασθή; Όχι! πολύν καιρό θα κάμη να πατήση στο χτήμα. Εκείνο το χτεσινοβράδυνο θέαμα πλάκωσε με πάγο τον ενθουσιασμό του. Έμεινε λοιπόν ανασκελωμένος στο κρεββάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα κι ακίνητα σαν υπνωτισμένος. Το αυγινό φως χυνότανε ψόφιο από τα παράθυρα και τούδειχνε τα σωθέματα λερά, σαν κουρελόπανα.
Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο σοφός Δυσσέας 82 «Τι λόγια αφτού, τ' Ατρέα γιε, σου ξεστομίζει η γλώσσα; Δύστυχε! Κάλια ας όριζες κάνα άλλο ασκέρι — ψόφιο — όχι άντρες τέτιους σαν κι' εμάς, εμάς που ο γιος του Κρόνου 85 από παιδιά μας προίκισε σε μάχες και πολέμους να ζούμε πάντα ως στη στιγμή που θα μας φάει το χώμα.
Ο γέρων έτριψε το μέτωπον, την κεφαλήν, και τους κροτάφους του, και είπε: — Τότε, σιωπή. Μη μας ακούσουν... Τσιμουδιά μη βγάλης.. για να νομίζουν πως δεν είν' εδώ κανείς. — Α! όσο γι' αυτό, είπεν η Σοφία, θα μπορούσαμε να κάμωμε τον ψόφιο, μπάρμπα-Σταμάτη. Τι σε θέλαμε σένα;.. Μπάρμπα, να φύγης. Να φερθούμε...
Αν έχη να ρίξη αστροπελέκια σαν πρώτα, δεν ηξέρω που να κρυφθώ· κείνο το σύγνεφο πρέπει να πέση νεροποντή. — Τι έχουμ' εδώ; είν' άνθρωπος, ή ψάρι; ψόφιο, ή ζωντανό; ψάρι· βρωμάει σαν ψάρι· ένα ψάρι σπάνιο! μία παλιά και ψαρίστικη βρώμα!
Αντί για τον Τζατσίντο όμως ήρθε ο Τσουαναντόνι με κάτι που μαύριζε επάνω στο στήθος του, σαν ψόφιο όρνιο. Από εκείνη τη στιγμή ο Έφις είχε την εντύπωση ότι έπεσε σ’ ένα παραλήρημα πυρετού. Τι εφιάλτης, η δημοσιά ν’ ασπρίζει μέσα στη νύχτα και ο ήχος του ακορντεόν να κατεβαίνει από το λόφο και να κάνει να πάψει το αηδόνι!
Το πλοίο των Μεθυμνιωτών νέων, που τη λιγαριά του κάποτε την έφαγαν τα γίδια σου, ο άνεμος το τράβηξεν εκείνη την ημέρα μακριά από τη στεριά· μα τη νύχτα, άμα σηκώθηκε στη θάλασσα πελαγήσιος άνεμος, έπεσ' έξω στη στεριά απάνω στους ακριανούς βράχους· κι αυτό χάθηκε μαζί με πολλά πράματα που ήτανε μέσα· ένα πουγγί όμως με τρεις χιλιάδες δραχμές τόβγαλε το κύμα στην αμμουδιά και κείτεται σκεπασμένο με φύκια κοντά σ' ένα ψόφιο δελφίνι, που εξ αιτίας ποτέ δεν πήγε κοντά κανένας διαβάτης, φεύγοντας τη βρώμα του ψοφιμιού.
Για φάτε φίλοι, και μην τραβιέστε, Πώς θα χωνέψτε, μην συλλογέστε. Αλέθει ο μήλος; ρίξτου να αλέση Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέση. Μον άντα τρώτε, να φυλαχτήτε, Να μη γελάτε, να μη πνιγήτε·, Κι' αγαλιγάλι, μη λαιμαργάτε, Εσείς που είστε θελά ταις φάτε. Μη έτζι αφύσικα, και όλοι αντάμα, Σαν τ' άγρια όρνια στο ψόφιο πράμμα. Με τάξι πάρτε, με την αράδα, Για να πεικάστε και νοστιμάδα.
Οπόταν η Ζεμπρούδα ήλθεν εις τον χοντζερέ της, βλέποντας το αηδόνι ψόφιο, έβγαλε μίαν φωνήν τόσον δυνατήν, που έτρεξαν όλες οι δούλες της. Κυρά, της είπαν, τι έπαθες; σου εσυνέβη κανένα εναντίον; α πιστές δούλες μου, εγώ είμαι απελπισμένη, τους απεκρίθη κλαίοντας πικρώς· το πτωχόν αηδόνι μου, το αγαπημένον μου αηδόνι εψόφησεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν