United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κοιτών εφωτίζετο μόλις υπό της προ των εικόνων λυχνίας, και ήτο βαθεία της νυκτός η σιωπή. Αίφνης μου εφάνη ότι ακούω ασυνήθη έξω θόρυβον και ομιλίας εις τον δρόμον. Ηγέρθην ησύχως, ήνοιξα το παραθυρόφυλλον και, διά μέσου του σκότους, διέκρινα σκιάς ανθρώπων εις την οδόν και ανοικτάς των άντικρυ οικιών τας θύρας. Δεν ετόλμων ν' ανοίξω το παράθυρον• ο πατήρ μου εφαίνετο ησυχάζων.

Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του Νέρωνος.

Αλλά μήπως αν έφευγον εις τα όρη, δεν θα εκινδύνευον ν' αποθάνουν κ' εκεί εκ των στερήσεων και των κακουχιών; Ο χειμών είχεν ήδη αρχίση με ασυνήθη δριμύτητα και ο Ψηλορίτης είχε καλυφθή προώρως υπό χιόνος. Ολίγον βραδύτερον τοιαύτη παγωνιά κατέλαβε τα πλανώμενα εις τα όρη θύματα της τουρκικής αγριότητος, ώστε πολυάριθμα παιδία, γυναίκες και γέροντες απέθανον.

Επί τινας στιγμάς παρετήρει εν σιωπή τον Κ. Πλατέαν, όστις ήρχισε ν' ανυπομονή. — Κύριε καθηγητά, είπεν επί τέλους. Ομολογώ ότι η πρότασις μου έρχεται ολίγον απροσδοκήτως και κατά τρόπον ασυνήθη. Δεν νομίζετε ότι τα παλαιά και πατροπαράδοτα έθιμα έχουν το καλόν των, και ότι τοιούτου είδους υποθέσεις συζητούνται καλλίτερα διά τρίτων; Τούτο ο Κ. Πλατέας δεν το επερίμενεν.

Έτσι λοιπόν ήρχισα να μελετώ και εγώ την ευμάρειάν μου και να επαναλαμβάνω με χαμηλήν φωνήν την φράσιν αυτήν : «Δεν έχω τίποτε να φοβηθώ». Μίαν ημέραν, όταν περιεφερόμην κατά μήκος των οδών, επρόφερα σχεδόν με υψηλήν φωνήν τας συνήθεις συλλαβάς. Με μίαν ασυνήθη ευστροφίαν τας επανέλαβα υπό νέαν μορφήν.

Οι άνθρωποί του ενόησαν ότι το συμπόσιον θα ήτο εξαιρετικής λαμπρότητος, διότι ο Πετρώνιος έδωσεν ασυνήθη φιλοδωρήματα εις όλους εκείνους, οίτινες τον είχον ευχαριστήσει. Συνέστησε να πληρωθούν εκ των προτέρων και πολύ γενναιοδώρως οι κιθαρισταί και οι χοροί των αοιδών.

Εφόρει δε αλλόκοτον εσθήτα, ασυνήθη εις τον τόπον, και ελθούσα Κυριακήν τινα πρωί έκρουσε την θύραν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο μόνη. Η μήτηρ Αθιγγανίς είχεν ακολουθήσει τους δύο υιούς της και τον άνδρα της εις την συνήθη εκδρομήν. Εγερθέντες λίαν πρωί εφορτώθησαν πυράγρας, εσχάρας, καρφία και άλλα τεχνήματα, και απήλθον ίνα τα πωλήσωσιν εις τα περίχωρα. Η δε Αϊμά μόλις είχεν εγερθή και ενεδύετο.

Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκηνής ήτο, ότι συνήθως η οικοδέσποινα μη δυναμένη ν' ανέχηται τας τοσαύτας αράς, ήνοιγε βιαίως την θύραν, και κατεδίωκε με σανίδα τινά την γραίαν. Αλλ' αύτη ήτο ήδη μακράν, και άμα εκπέμπουσα τους κεραυνούς της, έφευγε. Παράδοξον δε ότι μ' όλον τον δίδυμον ύβον και τον συνεχή τρόμον του σώματος, τα σκέλη της τότε ανελάμβανον ασυνήθη δύναμιν, και έτρεχε.