Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Μάζεψα τα γραμμένα φύλλα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, έπειτα βγήκα σιγά και πήγα κι ακροάστηκα στην πόρτα της κάμαρας του Σβεν. Η γυναίκα μου την άνοιξε και κοίταξε όξω. Έσκυψα σιμά της και της είπα: — Είναι έτοιμο. Μου χαμογέλασε κ' η φωνή της έκλεινε έναν κόσμο ευτυχίας, όταν απάντησε: — Κοιμάται τόσο ήσυχα. Δεν το πιστεύω να υπάρχη κίντυνος.
Μα αν δεν το κατορθώσω — κ' έτσι αιστάνουμαι, δε θα το κατορθώσω — τότε ήθελα να μου φορέσουν το λευκό μου φόρεμα. Στο κάτω κάτω συρτάρι του κομού είναι όλα τασπρόρρουχα που φορούσε ο Σβεν, ο άγγελός μου. Δόστε μου τα όλα. Βάλτε στην κάσα μου όλα όσα χωρούν από τα πράματά του. Μπορώ να είμαι ξαπλωμένη απάνω και στα σκληρά παιγνιδάκια του ακόμα. Και μια τελευταία επιθυμιά.
Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της σα να τώξερα. — Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας. — Πάρ' το δικό μου, της λέω. — Και συ; — Το δικό σου. — Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίχιλας. — Έγνοιά σου.
Και την πρωίαν εκείνην, το Σάββατον, πριν επιβή της ημιόνου διά να υπάγη εις το μέγα κτήμα του, εις την Κεχριάν, όπου είχεν έπαυλιν και αγροτικήν οικίαν, διά να αλλάξη τον αέρα, κ' ο δρόμος του ήτο να περάση από τον ναόν του Προφήτου Ηλία, όπου έφθασε λίαν πρωί, είχεν ανοίξει το συρτάρι και είχε βγάλει έν πλήθος ομόλογα, άλλα συμβόλαια, άλλα επί χαρτοσήμου και τ' άλλα εφ' απλού χάρτου, κ' είχε στείλει να καλέση πέντ' έξ πτωχούς γέρους, παλαιούς ναύτας, αποζώντας με 12 δραχμών σύνταξιν από το Απομαχικόν, και δέκα ή δώδεκα χήρας, κι' άλλα τόσα ορφανά κοράσια, κ' έδειξε τα ομόλογα, και τα έσχισεν επί παρουσία των, κ' είπε: — Να παρακαλήτε για την ψυχή μου, αν πεθάνω.
Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της. Σα να τώξερα. — Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας. — Πάρ' το δικό μου, της λέω. — Και συ; — Το δικό σου. — Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίλας. — Έγνοιά σου.
Ο Αντωνέλλος εσηκώθη, επήρε το βιβλίον και είδε τον λογαριασμόν του, έπειτα ήνοιξε το συρτάρι του γραφείου του γαμβρού του, ήνοιξε μίαν σακούλαν, εμέτρησε μ' επιμέλειαν κάμποσα τάλληρα και αφού έκλεισε το συρτάρι, έβαλλε τα τάλληρα εις το μανδήλι του και σταθείς εμπρός εις την αδελφήν, ήτις υπεμειδία, διότι εμάντευε τον σκοπόν του· — Άνοιξε την ποδιά σου, Μπέλλα, της είπε.
Καναπές, πολιθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ' αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά. Ορίστε κ' ένα γραμματάκι σ' αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπη στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τάλλα; Όχι, δεν πρέπει.
Σου ομολογώ ευχαρίστως, διότι ηξεύρω τι θα μου αντέλεγες προς ταύτα: ότι εκείνοι είναι ευτυχέστατοι που σαν τα παιδιά ζουν αλύγιστοι, περιφέρουν τας κούκλας των, τας εκδύουν και ενδύουν, και μετά πολλού σεβασμού τριγυρίζουν το συρτάρι, όπου η μαμά έχει κλεισμένα παξιμάδια, και όταν τέλος αρπάξουν εκείνο που θέλουν, το τρώγουν με λαιμαργίαν και φωνάζουν: και άλλο. Αυτά είναι ευτυχή πλάσματα.
Η Σοφία, έτεινεν ισχυρώς τα ώτα, και οι ψίθυροι εγίνοντο ευκρινέστεροι. Τότε εσηκώθη σιγά, επάτησε με τους πόδας γυμνούς δύο βήματα, και ήνοιξεν έν μικρόν συρτάρι εις χαμηλόν σκαμνοτράπεζον παρά τον τοίχον. Την στιγμήν που ήνοιξε το συρτάρι ενθυμήθη να επικαλεσθή τα θεία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν