United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον ο καπετάν-Σαράντος ουδέ ζωγραφιστόν δεν ήθελε να τον βλέπη τον Μέλτον τον Μισακόν, όχι διότι τον επεριγελούσετον έμελεν αυτόν τι θα πουν οι ανόητοι, διότι τάχα ήτο οικονόμος: — αλλά διότι με τα αστεία του εξωδεύετο πολλή γαλέτα εις το πλήρωμα . . . Και αφού ετελείωσαν και τα ναξιώτικα Χριστούγεννα, διέταξεν ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, ενθουσιασθείς, να τα είπη και Σαντορινιά.

Το άσμα προέβαινε μελωδικώτερον πάντοτε, με τα ναξιώτικα τσακίσματά του και με την παθητικήν κρούσιν της Μαριγούλας του καπετάν-Γιακουμή, του ηδυμόλπου τσιβουρίου, όπερ ως παράπονον, το συνώδευε το παλαιόν άσμα, ηρέμα κρουόμενον, παράπονον ναύτου θαλασσοδαρμένου, παράπονον ξενιτευμένου, όπως ελαφρά-ελαφρά, κτυπά το θαλασσάκιτην ακρογιαλιά, εις τας πρωίας της αύρας του πελάγους πνοάς, ή όπως κλαίει ο πεύκος εις το πρωινόν του βουνού αγεράκι, ένα κλαύμα οπού χαίρεσαι να το απολαμβάνεις.

Εσύ να ψάλης τα πανηγυρικά μέλη, και ο παπα-Γιάννηςνάχωμεν την ευχίτσα τουτα νεκρώσιμα. Δεν λέω καλά, παπά μου; Όλοι εγελάσαμεν. Ο Μέλτος ο Μισακός, αφού τα είπε συριανά τα Χριστούγεννα, ήρχισε να τα λέγη και ναξιώτικα.