United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να είχα κι' άλλα παιδιά, δε θα χόλιαζα τόσο, θα παρηγοριώμουν, αλλά τώχω έν' μοναχό! Να είταν μαύρη ώρα, που τ' ανάγκαζα να μπη στα γράμματα!... Λέγοντας αυτά τα πικραμένα τα λόγια η πονεμένη μάννα, έβγαλε το μαντήλι της από μέσα από το ζωνάρι της και σφούγγισε τα καταδακρυσμένα τα μάτια της, που είχαν μι' αδιάκοπη κοκκινάδα μέσα, από τ' ανέλλειπα μητρικά δάκρυα.

Το πρόσωπό της το χρωμάτιζε απαλή κοκκινάδα και τα μάτια της φεγγοβολούσανε με τη λάμψη εκείνη που δίνει η ευτυχία. Η φωνή της είχε τόνους αόριστης τρυφερότητας, που με χαδεύανε μ' όλη τη δύναμη της χίμαιρας, που πλημμυρούσε και τους δυο μας, και μεταξύ μας πετούσανε λόγια και χαμόγελα, βλέμματα και κινήματα, όπως γίνεται μόνο στον πρώτον καιρό της αγάπης.

Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψη την κοκκινάδα πούχε χυθή στο πρόσωπό της και να στρέψη αλλού την ομιλία. Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού: — Δεν είδες πως ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού; — Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή 'χε παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κέκανε πως δεν καταλάβαινε. — Εχόντρινε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε πρωτοκράζουνε.