United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψη την κοκκινάδα πούχε χυθή στο πρόσωπό της και να στρέψη αλλού την ομιλία. Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού: — Δεν είδες πως ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού; — Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή 'χε παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κέκανε πως δεν καταλάβαινε. — Εχόντρινε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε πρωτοκράζουνε.

Μίαν φοράν εκλέγουν και εγώ την τύχην μου την είδα. Η Αρσινόη ηρυθρίασε κ' έσπευσε ν' απομακρυνθή, μετ' ου πολύ δε και οι τρεις απήρχοντο του Πολυτεχνείου. Ο Φωκίων έκτοτε ήλλαξε τρόπον. Από της άκρας ευθυμίας, παρεδίδετο αίφνης εις μελαγχολίαν μεγάλην. Η Αρσινόη ήτο απαθής, ή επροσποιείτο και ο Φωκίων ηρεθίζετο.

Ούτε Αγάς υπήρχεν εις το χωρίον, ούτε φρουρά, ώστε οι χωρικοί έζων κάπως ανετώτερον, προσπαθούντες εν τη ησυχία της σήμερον να λησμονήσωσι τα βάσανα της χθες και τους ενδεχομένους της αύριον κινδύνους. Η πρόθεσίς μου ήτο να διατρίψωμεν δύο ή τρεις ημέρας εις Νεοχώρι, όπως εκεί ωριμάσω τα σχέδιά μου, αλλ' έμαθα εις το καφενείον είδησιν, η οποία ήλλαξε την απόφασίν μου.

ΕΔΓΑΡ Ως φαίνετ' αδυνάτισαν κι' αι άλλαι σου αισθήσεις αφ' ότου ετυφλώθηκες. ΓΛΟΣΤ. Αυτό θα είναι ίσως. Μου φαίνεται πως ήλλαξε ως κ' η φωνή σου τώρα, κ' ευρίσκω και την φράσιν σου και τα νοήματά σου καλλίτερ' απ' τα πρώτα σου. ΕΔΓΑΡ Έχεις μεγάλον λάθος. Εις τίποτε δεν ήλλαξα, παράτην φορεσιάν μου. ΓΛΟΣΤ. Και όμως, 'σάν να ομιλής καλλίτερα νομίζω. ΕΔΓ. Έλα. Εμπρός! Εφθάσαμεν.

Και τω όντι τόρα το αύλημα ήλλαξε τόνον. Δεν είχε πλέον εκείνην την θανατώδη φαγούραν της ψυχής· ήτο θωπεία παυσίπονος, ως μαϊστράλι καλοκαιρινόν, της καρδίας μαλακή μαλακή φλοξ, μη απειλούσα καταστροφήν αλλά μόνον οργασμόν, εις υψηλά αφοσιώσεως στρώματα, εις πίστιν και αυτοθυσίαν ωθούσα.

Μην κλαις, παιδί μου, μην κλαις, της είπε στοργικώς, και σα δεν τονε θες τον Τερερέ, δε θα σε βάλουνε να τόνε πάρης στανικώς. Κι' ο κύρης σου ήλλαξε γνώμη. — Αλήθεια; ανεφώνησεν η Πηγή, μη τολμώσα να το πιστεύση. — Αλήθεια κιαμέ ψώματα; Τόση ώρα που μιλούσαμε αυτό 'πολέμουνα, να του γυρίσω την κεφαλή του την αγύριστη. Μη φοβάσαι μπλιο να σου ξαναμιλήση για τον Τερερέ.

Και μετά τον γάμον; — Αλλοίμον! το ανθοκομείον εχρεωκόπησε και διελύθη· το δε οπλοστάσιον ήλλαξε θέσιν· τα τόξα εις την γλώσσαν ετοποθετήθησαν, τα δε βέλη εις τους όνυχας! Και έκλαιε, και έκλαιε. Ανοίγω την Διαθήκην την Χρυσήν και λέγω προς τον δυστυχή: — Το βιβλίον τούτο θα σε εφρούρει από την συμφοράν.

Το βέβαιον είνε, ότι πρό τινων ημερών ήλλαξε πάλιν γνώμην, και έγεινεν ό,τι ήτο πάντοτε, τουτέστι θέρους και καύσωνος μην. Εννοείς, ότι ημείς και πάλιν παραπονούμεθα διά τον καύσωνα, όπως παρεπονούμεθα προ μιας εβδομάδος διά το ψύχος.

Το επίχαρι εκείνο και θέλγον φάσμα ήλλαξε μορφήν και μετέβαλεν όψιν· ουδ' είνε πλέον εγγύς ημών, υπό τους δακτύλους μας αυτούς, ως επλανώμεθα πιστεύοντες προ μικρού. Απεμακρύνθη, υπεχώρησεν εις τα βάθη του ορίζοντος, αλλά φέγγει πάντοτε, και προσμειδιά και μας καλεί. Είνε πάντοτε η ευτυχία!

Εις το σπίτι δεν είχε πλέον θέσιν. Έπρεπε να το πάρη απόφασιν. Την επιούσαν συναντά την χήραν και της διηγείται τα γενόμενα. Αλλ' ενώ επερίμενε παρηγορίαν και ελπίδα, η Καλιώ ήλλαξε γλώσσαν. Και τι να γίνη τώρα που η Μαργή ήτον αμετάπειστη; Έως τότε ήλπιζε και αυτή ότι θα της γύριζε το κεφάλι· αλλ' επί τέλους ενόησεν ότι ήτο αδύνατον, εντελώς αδύνατον. — Δε θέλει, δε θέλει, δε θέλει.