United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκληρά, ξηρά, υψηλή, μονοκόκκαλος η θεια Μυγδαλίτσα, με την μαύρην μανδήλαν της, ωχρά εκ της πενίας και μ' ερυθρούς τους οφθαλμούς εκ των δακρύων, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρόν κόπον, ανέβαινε τον ανωφερή και απότομον δρόμον, ίνα απέλθη «'ς το Χωριό» και παρακαλέση τον Χριστόν διά το παιδί της, «να της το φέρη μια φορά τα Χριστούγεννα». Είχαν περάσει χρόνια.

Ο κεραυνός σου μου σπάραξε τον κήπο της στοργής μου. Ο κεραυνός σου μου βύθισε τη βρύση των δακρύων. Ακούω τη βροντή του μέσα στο χάος της ψυχής μου. Ευδόκησες να λάμπω από το φως του πόνου! Κύριε, μου έλειπεν ως τώρα το δείγμα της μεγάλης σου καλωσύνης — η καταστροφή. Ναι, είχα κάποτε χαμογελάσεικάποτε είχα ελπίσεικάποτε βρήκα τη ζωή ωραία. Είν' αλήθεια. Είχα κάμει όλες αυτές της αμαρτίες!

Ως τόσον η μάγισσα εγύρισε πάλιν εις το παλάτι των δακρύων, και εμβαίνοντας μέσα, επλησίασε τον αγαπητικόν της τον αράπην και του λέγει· έκαμα τα όσα μου παρήγγειλες· σήκω τώρα λοιπόν διά να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου και να μου δώσης εκείνην την ευχαρίστησιν, που τόσον καιρό είμαι στερημένη.

Η Αφροδίτη δεν γελά εις δακρυσμένον σπίτι· αλλ' ο πατέρας της φρονεί, ότι καλόν δεν είναι να κατακυριεύεται από την λύπην τόσον, κι' ως φρόνιμος, εσκέφθηκε τον γάμον να ταχύνη, και έτσι των δακρύων της να παύση την πλημμύραν· διότι τρέφεται μ' αυτά ενόσω ζη μονάχη, ενώ αν έχη συντροφιάν θα της περάσουν ίσως. Ιδού που τώρα έμαθες το αίτιον της βίας.

Μη έχουσα έπειτα εν τω κελλίω ούτε σκύλλον να δείρη, ούτε σινικά αγγεία να σπάση έκρυψε μεταξύ των χειρών το πρόσωπον και ήρξατο να κλαίη. Ουδέν γλυκύτερον των δακρύων, οπόταν υπάρχη χειρ έτοιμη να τα σπογγίση ή χείλη πρόθυμα να ροφήσωσι την β ρ ο χ ή ν τ α ύ τ η ν τ η ς κ α ρ δ ί α ς, ως ονομάζουσι αυτά οι Ινδοί.

Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε. — Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . . Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου. Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον χείρα της. Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.

Η Μαργαρώ συγκεκινημένη μέχρι δακρύων με παλλομένην ταρακτικώς την καρδίαν ενηγκαλίσθη τον ανέλπιστον τούτον αδελφόν της, ον με τόσην χαράν, ώστε να την συμμερίζεται ολόκληρον το χωρίον, τον έφεραν τα καλά Χριστούγεννα, μέσα εις τας αγκάλας της, προστάτην αγαθόν της ορφανίας της, δώρον του Χριστού ανεκτίμητον.

Περί σκοτίας θα ομιλήσω, και τον αιώνα θα εικονίσω. Όπλισε την ψυχήν σου με σίδηρον και χαλκόν. θα διέλθη ενώπιόν σου θριαμβευτικώς η κακία. Άφησε ελευθέρους των δακρύων σου τους καταρράκτας. Έχει ανάγκην βαλσάμου και παρηγορίας η αρετή. Απέραντον σου ανοίγω βίβλον, της οποίας εκάστη σελίς έν άπειρον είνε, της οποίας εκάστη έννοια είνε έν χάος.

« Ο φίλος μου Π. μικρόν ανθρωπάριον, ολίγον κυρτωμένον, με σώμα ισχνόν, με πρόσωπον ξηρόν αλλά γλυκύ και ήρεμον, ήτο η απλουστέρα και πλέον αφελής φύσις, αφ' όσας εγνώρισα έως τώρα. Ακέραιος, ευθύς, αλλά και εύπιστος πολύ και ασθενής τον χαρακτήρα, ήτο έτοιμος να συγκινηθή εις κάθε ξένην συμφοράν, εις κάθε λύπην ιδίαν ή ξένην, συχνά μάλιστα και με χειμάρρους δακρύων.

Ταύτα λέγων, έρριψε το βλέμμα του προς τας ένθεν και ένθεν του πλοίου καταπρασίνους ακτάς και δακρύων εξ ενθουσιασμού παρετήρησε: — Τι ωραίαν πατρίδα οπού έχομεν! Κύτταξε Θωμαή, κύτταξε, θεια! Γελούν η ακρογιαλιαίς, θαρρείς, γελούν τα βουνά, οι κάμποι, ο ουρανός, η θάλασσα, όλα γελούν, εις την πατρίδα μας!