United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον η μάγισσα εγύρισε πάλιν εις το παλάτι των δακρύων, και εμβαίνοντας μέσα, επλησίασε τον αγαπητικόν της τον αράπην και του λέγει· έκαμα τα όσα μου παρήγγειλες· σήκω τώρα λοιπόν διά να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου και να μου δώσης εκείνην την ευχαρίστησιν, που τόσον καιρό είμαι στερημένη.

Ήτο άλλως η μόνη οικοκυρά του μέρους, διότι αφού ο χώρος είχε μείνει από ετών έρημος ανθρώπων, επόμενον ήτο να ευρεθή μία καντίνα να λάβη κατοχήν. Η παράδοσις έλεγεν, ότι το πάλαι, ότε είχον οικήσει Τούρκοι εν τη νήσω, ο χώρος ούτος και πολλά κύκλω οικόπεδα ανήκον εις ένα Αράπην, όστις έτρεφεν ουκ ολίγας γυναίκας, και το κατάλυμα τούτο ήτο ακριβώς το χαρέμι του.

Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν διά πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως η προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την ανταμοιβήν των έργων του.

Όταν δε απεκόπη και το σχοινίον και η σημαία κατέπεσε, την εδίπλωσε και την εφύλαξεν εις τον κόλπον της, αταράχως ισταμένη υπό την βροχήν των σφαιρών . Οι πολιορκούμενοι είχον και σαλπιγκτήν, ένα εθελοντήν μιγάδα, διό και τον ωνόμαζον Αράπην. Ο σαλπιγκτής εμάχετο και αυτός, αλλ' εκ διαλειμμάτων έρριπτε και έν σάλπισμα εις τον πάταγον της μάχης, ως κραυγήν ενθαρρύνσεως προς τους συμπολεμιστάς του.

Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν. — Γεια σου, ξεφτέρι μου! | Κ' εξηκολούθει: — Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι.

Βασίλισσα μου, εγώ έχω έναν σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα αυτός έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός δεν εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου ελπίζοντας να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου.

Η βία που αυτός έδειχνε να την φονεύση εθύμωσε τον Αράπην, ο οποίος τον επρόσταξεν ότι να αναμερίση από εκεί. Πήγαινε, Καλίδ, αυτός του είπε· πάρα πολύ δείχνεις τον ζήλον σου· δε θέλω να θανατωθή ετούτη η γυναίκα· εγώ πιστεύω πως θα είνε αθώα εναντίον εις τες απόδειξες που την καταδικάζουν.