United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατατρυχόμενος αεννάως από τα φάσματα της δολοφονηθείσης συζύγου του και των θανατωθέντων υιών του, με την αγρίαν πάλην ήτις διεδραματίζετο μέσα του, πάλην μεταξύ συνειδήσεως και αίματος, το ανοικτίρμον τέρας, όπως αποκαλεί αυτόν ο Ιώσηπος, κατελήφθη εις τας τελευταίας ημέρας του βίου του από μαύρην αγριότητα μεγαλειτέρας εντάσεως, ήτις εξέσπασε καθόλων εκείνων με τους οποίους ήρχετο εις συνάφειαν.

Το πολεμικόν πνεύμα της φυλής εσβέσθη, κατέφαγεν η σκωρία τα αιμοβαφή όπλα των πατέρων, οι απόγονοι των διασημοτέρων αρματωλών μετεμορφώθησαν εις δικηγορίσκους και σήμερον αεννάως αλληλλομαχούντες και διαπληκτιζόμενοι, προήλθομεν εις τοσούτον ώστε να πιστεύωμεν ότι μεγάλας προσφέρομεν εις την Ελληνικήν εθνότητα υπηρεσίας, όταν μετά σφοδράν και δριμυτάτην πάλην επιτύχωμεν την καταδίκην πολιτικής τινος μερίδος και ταύτης εξ Ελλήνων συγκεκροτημένης και χαρακτηρίσωμεν αυτήν φαύλην, αντεθνικήν, διεφθαρμένην.

Θυγατέρας, το άφθονον τούτο προϊόν του τόπουκαι της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστατου είχεν αφήσει πλησμονήν η μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως την έφθανε· όσον εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη.

Διότι ομιλεί περί όνων σαμαρωμένων και χαλκέων και σκυτοτόμων και βυρσοδεψών, και φαίνεται τα αυτά διά των αυτών αεννάως λέγων, εις τρόπον ώστε κάθε άπειρος και ανόητος άνθρωπος ήθελε γελάσει περιφρονητικώς εις τους λόγους αυτού.

Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι γυναίκες ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι, ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού φουστανίου της οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας.

Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό εχαροποίησε μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον καταφύγιον, διά το οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα αλλοί εις αυτή! έως αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά έτυχαν άλλα πλέον μεγαλύτερα.

Ούδ' έπαυον αι ολολυγαί της τρισαθλίας μητρός! Η θύελλα του κοπετού προέβαινεν αεννάως, οι δε στεναγμοί συνοδευόμενοι υπό οδυρμών και ραγδαίων δακρύων τηλικαύτην είχον λάβει επίτασιν, ώστε δεν εδυνάμην πλέον ούτε του μέτρου την αρμονίαν ούτε των ιδεών την συνάφειαν να παρακολουθήσω.