United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.

Τηνέ θέλω την «Αθηνά». Για ποιόν την έχεις σκαρώσει; Ο Γιαλής πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Έλα μαζί, Μοναχάκη. Τυχερό σου θα είνε. Πάμε να βρούμε τα παιδιά του Καπετάν-Τσοβού. Τον έχεις ακουστά τον Καπετάν- Τσοβό. Γι' αυτόν την έχω σκαρωμένα. Ο Καπετάν-Τσοβός πέθανε τις προάλλες, στο τελευταίο του ταξίδι στην Οδέσσα, μέσα στο μεγάλο του το μπάρκο την «Ευαγγελίστρια». Πούντιασε και πέθανε.

Είπε, κι' εφτύς τον άκουσε του Κρόνου η κόρη η Ήρα, και στον τρανό πήγε Έλυμπο οχ τις κορφές της Ίδας. Σαν πώς πετάει ο νους αντρός κοσμοταξιδεμένου 80 όταν στης μάβρης του καρδιάς τα βάθια λογαριάζει «εδώ 'μουνα κι' εκεί 'μουνακαι τα παλιά θυμάται· έτσι γοργά πετάχτηκε πιλάλα η σεβαστή Ήρα.

Θες; Έλα βάλε στοίχημα... τριπόδι εδώ ή λεβέτι... 485 κι' ας γίνει ο βασιλιάς κριτής σαν πιό 'ναι το ζεβγάρι που τρέχει πρώτο, και θα δεις σα σκάσεις το λεβέτιΕίπε, κι' εφτύς πετάχτηκε ο Αίας σκυλιασμένος, και ν' απαντήσει πήγαινε με θυμωμένα λόγια.

Θέλω όμως να πω και κάτι άλλο….» «Μίλησε λοιπόν!», είπε η Νοέμι, αλλά με τέτοια περιφρόνηση που εκείνος πάγωσε. Παρ’ όλα αυτά τόλμησε: «Πιστεύω ότι θα του έκανε καλό εάν είχε δική του οικογένεια. Εάν αγαπάει πραγματικά εκείνο το κορίτσι….. γιατί να μην τον αφήσετε να την πάρει;….» Η Νοέμι πετάχτηκε επάνω, ακουμπώντας τα πόδια της που έτρεμαν στον πάγκο. «Σε πλήρωσε για να τα λες αυτά

Είντα νε, μωρέ, τούτονέ; είπε με τρομερή φωνή ο πεθαμένος. Ζωντανό, μωρέ κερατάδες, θέλετε να με θάψετε, και μου βάλετε τα λαζάρια; Συνάμα σηκώθηκε, λευτέρωσε τα χέρια του από τα σάβανα, πετάχτηκε πάνω κέτρεξε σε μια ξιφολόγχη πούτον κρεμασμένη στον τοίχο. Το δωμάτιο άδειασε. Όλοι έτρεξαν έξω και στον πανικό των ακούστηκε πως ο πεθαμένος εβρυκολάκιασε. — Εκαταχάνεψε.

Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι' από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο Γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος.

Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκαΠετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.

Μα ο Νίκος άκουγε κι άλλα δικά του μαζί μ'εκείνα που τούλεγε η Λιόλια. . κ' ήτον τόσο τρομερά απ'την πολλή τους γλύκα αυτά που άκουγε, τόσο αβάσταχτα, που πετάχτηκε απάνω ορθός- Πάμε, πάμε ! είπε, τινάζοντας τα ψίχουλα απ’ το πανωφόρι του.

Και ο πόνος τού ενός ήταν όμοιος με τον πόνο της άλλης, ήταν ο πόνος ενός ολόκληρου λαού που έφερνε στο νου του, σαν τον υπηρέτη, ένα σκοτεινό παρελθόν και ονειρευόταν, σαν το κορίτσι, ένα φωτεινό μέλλον με τα βάσανα της αγάπης. Έπειτα έπεσε σιγή. Ο Τσουαναντόνι, ανυπόμονος να ξαναρχίσει το ακορντεόν, ήταν ο πρώτος που πετάχτηκε έξω με το σκούφο του στο χέρι.