United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΟΥΛΙΕΤΑ Λοιπόν ας σε ανοίξω παράθυρον, να έμβη φως, και η ζωή να έβγη! ΡΩΜΑΙΟΣ Υγείαινε, αγάπη μου· ένα φιλί και φεύγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αναχωρείς, ω άνδρα μου, αγάπη μου, ψυχή μου! Θέλω να έχω νέα σου κάθε στιγμήν και ώραν πλην μήνας θα μου φαίνεται κάθε στιγμή μακράν σου. Ω! με το μέτρημα αυτό χρόνια πολλά θα γείνουν, ως που και πάλιν να ιδώ τον ακριβόν μου άνδρα.

Α, ακριβόν μου πουλί, διατί με υστέρησες έτσι ογλήγορα; πώς ημπορώ να υποφέρω μην ακούοντας πλέον την γλυκειάν σου φωνήν και τα νόστιμά σου παιγνίδια; Αυτά και άλλα λέγοντας ήτον τόσον περίλυπη, που καμμιά από τες σκλάβες της δεν ημπόρεσε να την παρηγορήση.

Αλλά εις την ψυχολογικήν αυτήν έρευναν απαιτείται ψυχική γαλήνη οποίαν ο Αμλέτος αισθάνεται ότι δεν δύναται να έχη απέναντι του μισητού Κλαυδίου· διά τούτο προσλαμβάνει βοηθόν τον ακριβόν του φίλον, του οποίου γνωρίζει την μετριοπάθειαν, οπού τον κατέστησεν αδιάφορον τόσον εις την εύνοιαν όσον και εις την έχθραν της Τύχης.

Κι αν κατά τύχην εις αυτό το εύμορφον βιβλίον εύρης και κάτι σκοτεινόν, θα το ιδής γραμμένοντο περιθώρι των ματιών . Εκεί επάνω γράφει, ότι αυτό το ακριβόν βιβλίον της αγάπης, το άδετον, χρειάζεται το δέσιμον του γάμου, και τότε ωραιότερον θα φαίνεται ακόμη.

Από χρυσάφι καθαρόν θα στήσω τ’ άγαλμα της, ώστε ενόσω εις την γην Βερώνα θα υπάρχη, της Ιουλιέτας της πιστής να σώζεται η μνήμη, και τ’ όνομά της ακριβόν κι' αγαπητόν να μένη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Χρυσόν κοντά της τ’ άγαλμα θα στήσω του Ρωμαίου. Άδικα θύματα κ' οι δυο της παλαιάς μας έχθρας! ΠΡΙΓΚΗΨ Αυτά τα 'ξημερώματα ειρήνην μαύρην φέρνουν. Ο ήλιος απ' την λύπην του το πρόσωπόν του κρύπτει. Πηγαίνωμεν.

Έχω σκοπόν να καταιβώ ‘ς την κλίνην του θανάτου, διότι και το πρόσωπον της γυναικός μου θέλω να το ιδώ, κι' απ' το νεκρόν το χέρι της να πάρω το δακτυλίδι που φορεί· πολύτιμόν μου είναι και έχω λόγον ακριβόν που θέλω να το έχω. Πλην αν γυρίσης και βαλθής να με παραμονεύσης, μα τον Θεόν, τα μέλη σου κομμάτια θα τα κάμω, να τα σκορπίσω εις αυτούς τους πεινασμένους τάφους!

Αχ, εγώ σε ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω και να αποθάνω.

Αν εις την δυστυχίαν μου είχα κάποιαν άνεσιν εις το να ευρίσκωμαι σιμά εις την αγάπην μου το επλήρωνα πολλά ακριβόν, οπόταν έβλεπα τον άνομον Δερβύσην να έρχεται με την μορφήν μου προς αυτήν, και να την χαίρεται ο μιαρός. Τι ανυπόφερτη δυστυχία και θλίψις! οπόταν το ενθυμούμαι όλος τρέμω.