United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού κάμαμε καθένας μια προμήθεια από πέτρες κεπανήλθαμε στην παράταξη, ο Δάσκαλος μπήκε μπρος και φώναξε «μαρςΤον ακολουθήσαμε και σε λίγο είδαμε το Χόντζα και τα Τουρκάκια. Είχαν παραταχθή δίπλα σένα εξωκλήσι. — Τον άτιμο! μουρμούρισε ο δάσκαλος. Εβεβήλωσε και την εκκλησία.

Ο πατέρας μουμύρο το κύμα που τον ετύλιξεδεν είχε σκοπό να με κάμη ναυτικό. — Μακριά έλεγε· μακριά παιδί μου, από τ' άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστι· δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες· δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μην κυτάς που χαμογελά, που υπόσχεται άπειρα τα πλούτη της. Αργάγρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστον στον κόσμον.

Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια.

Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω. — «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάννα, να μου ετοιμάσης τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γρηά.

Ζύγωσαν κ' οι άλλοι στρατιώτες, το σκουντούσαν με τις άκρες των τσαρουχιών τους κι έλεγαν ξαφνισμένοι: — Ορέ, τ' άτιμο, μήτε γκιχ! δεν έκαμε!... Κανένας δεν έβγαινε όξω απ' τα σπίτια. Ο δεκανέας γύρισε κ' είπε: — Σούρα, μπρε, ένας σας!. Τι θανατικό έπεσε σ' αυτό το διαλοχώρι!... Σούριξε ένας στρατιώτης κι ο κυρ πάρεδρος που καθόμαστε μαζί κ' οι δυο μέσα στο σπίτι του βγήκε έξω.

Κι' όχι τάχα να κοπή, Μον' θα την ξερρίζονα Τη γλώσσα μου ακέρια Με τα δικά μου χέρια, Να αναβάλη, ή να ειπή, Αν εκαταδέχονταν, Την αχρειότητά σου, Το άτιμο όνομά σου. Φ ι λ ά ρ γ υ ρ ο ς Ο καϋμένος Χρυσολάτρης Ξάπλα κείτεται, βογγάει, Με το χάρο πολεμάει· Ελαιμάργησεν ο δόλιος Τι γιομάτισε σε σπίτι Κάπιου πλούσιου συμπολίτη.

Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ' απάνου στ' άτιμο. Τήρα καλά να μην το χάσης από τα μάτια σου! — Λέω καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλη αέρα ο Νότος· εξανάειπε σιγά εκείνος. — Μωρέ δος του να παίρνη, γεροξεκουτιάρη! εφώναξε ο καπετάν Κρεμύδας. Κυβέρνα καλά κι' απάνω του σου λέω!... Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι κ' επήρε στα χέρι το δοιάκι.

Τότες κι' άντρας έπεφτε, καν θάχε κι' άντρας σφάξει. 280 Τώρα γραφτό μου απ' άτιμο χαμό να πάω στον τάφο ζωσμένος σε νεροσυρμή, σαν γουρουνιών κοπέλι που σε χαντάκι πνίγεται περνώντας το χειμώναΕίπε, κι' εφτύς ο Ποσειδός κι' η Αθηνά κοντά του πήγαν και στέκουν, με μορφή σαν άντρες, κι' έτσι θάρρος 285 του δίνουν, μες στα χέρια τους τα χέρια του κρατώντας.

Έμεινεν εκεί με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε: — Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο να πάρη τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!... Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή.