United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εχούχλαξαν τα αίματα και κίνησαν ποτάμι, Αίματα μαύρα και θολά, σαν πίσσα σαν κατράνι, Σωριάστηκε τ’ άγριο θεριό στα πισινά του πόδια, Κι’ έγυρε ξάπλα καταγής προς τη δεξιά του πλάτη, Σαν πύργος ξεθεμέλιωτος, βαρύς, σεισμοσαρμένος.... Τέντωσε τον μακρύ λαιμό, τον ιδρωποστιμένο, Εγύρισε τα μάτια του και φάνηκαν τ’ ασπράδια, Εδάγκασε τη γλώσσα του, που είταν μακρειά δυο πήχες, Εμούγκριξε το ύστερο και μαύρο μούγκρισμά του, Κι’ άρχισε το απασμοδαρμό, τη μαύρην αγωνία.... Κι’ εκεί, που σπασμοδέρνονταν στην αγκαλιά του Χάρου, Και στριφογύριζε συχνά, σα λαβωμένο φείδι, Πότε απ’ τη δέξια τη μεριά και πότε από τη ζέρβια, Σβαρνίστηκε σβαρνίστηκε προς τη πορειά του σπήλιου Κι’ έπεσε κατακέφαλα μαλλιά-κουβάρι κάτω, Σέρνοντας πίσω του πολλά κοτρώνια και χαλίκια, Σα να είτανε ξαδέρφια του, πικρή νεκροπομπή του... Ματώθηκε όλος ο γκρεμός, κοκκίνησαν οι βράχοι, Και μες στο λάκκο στάθηκε το έρημο κουφάρι, Για να το φάνε λαίμαργα οι λύκοι και τα όρνια!

Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι. Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε!

Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε! — Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα!