United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκλεισα την θύραν. Η κλεις ήτο έξωθεν. Την εκλείδωσα και επροχώρησα. Οι χωρικοί με περιεκύκλωσαν αμέσως ερωτώντες περί του ασθενούς. Είπα ότι αποθνήσκει και τους παρεκάλεσα εν ονόματι του Θεού του Ελέους να τον αφήσουν ν' αποθάνη εν ειρήνη. Οι δυστυχείς δεν ήσαν αναίσθητοι. Ελυπούντο εξ όλης καρδίας τον φίλον, τον σύντροφόν των.

Πολλά μέχρι τούδε συμβάντα απέδειξαν τούτο, εσχάτως δε η προς τους Λεοντίνους διαγωγή των. Και σήμερον ακόμη, ως εάν ήσθε αναίσθητοι, τολμούν να σας ερεθίζουν κατ' εκείνων, οι οποίοι ανθίστανται εις τα σχέδια των, και μέχρι σήμερον δεν άφησαν την Σικελίαν να περιέλθη εις την εξουσίαν των.

Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε! — Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα!

Και βλέπω αίφνης τον άνδρα και την γυναίκα να πίπτουν κάτω, ως νεκροί, το δε Φάσμα ν' ανοίγη τα κρανία αμφοτέρων, και ν' ανταλλάσση τους εγκεφάλους. Και εις της γυναικός το κρανίον, θέτει τον εγκέφαλον του ανδρός· εις δε το κρανίον του ανδρός, της γυναικός τον εγκέφαλον. Τα πάντα ετελείωσαν, και οι δύο αναίσθητοι ηγέρθησαν και εξεκίνησαν.

Εις τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του δεν έχει τόπον το πάθος της φιλαρχίας καθ' εαυτό, αλλά ο Αμλέτος αγανακτεί διότι και μεγιστάνες και λαός αναίσθητοι εις την στέρησιν αγαθού βασιλέως, ο οποίος είχε δοξάση και μεγαλύνη την πατρίδα, αναβιβάζουν εις τον θρόνον την εξαχρείωσιν και την ανομίαν.

Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι. Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε!

Άλλοι έτρεχαν αποκαρωμένοι απάνω στ' αμάξια· άλλοι αρπάζονταν από τη μποτίλια της βότκας· άλλοι εχόρευαν μισοστρατίς και άλλοι εγκρεμίζονταν αναίσθητοι, γυναίκες και άντρες μαζί, στα χαλίκια του γιαλού και τους τράφους του δρόμου.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μη διά τούτο τους ύπνους σου ταράξης· μη πιστεύσης ότι τόσο είμασθε χοντροί και αναίσθητοι πλασμένοι, ώστε ν' αφίνωμε απ' τα γένεια να μας πιάνη ο κίνδυνος, κ' εμείς να τό' χωμε παιγνίδι. 'Σ ολίγο κάτι περισσότερο θ' ακούσης· τον αγαπούσα τον πατέρα σου, κ' εμένα τον ίδιον δεν μισώ, και απ' όλ' αυτά, νομίζω, μπορείς να φαντασθής, — Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Τι τρέχει; τι 'ναι νέο;