United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου. — Μάρκε, αγαπητέ μου! Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του. Εκείνη είπε χαμηλοφώνως: — Σε αγαπώ, Μάρκε. Έμειναν πάλιν σιωπηλοί.

Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτουΝικόλαος». Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ.

Επάρετε τούτον τον σκληρογνώμονα γέροντα εις τον σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε τον μέσα, διά να κάμη συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που είνε εκεί, και που του ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του, καταφρονώντας και ούτος την αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί θέλουν το μετανοήσει και οι δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της ανυποταγής των.

Λέτε πράγματα χωρίς να σκέφτεστε, ντόνα Νοέμι! Ο ανιψιός σας δεν έχει χρήματα για να μπορέσει να με πληρώσει, αλλά και αν ακόμη είχε, δε θα του έφταναν!», είπε ωστόσο, τρέμοντας από μνησικακία, και η Νοέμι ξανακάθισε ακουμπώντας τα χέρια επάνω στα γόνατα για να κρύψει το τρέμουλο. «Όσο για λεφτά, έχει! Όχι δικά του, αλλά έχει.» «Και ποιος του τα δίνειΈξι μάτια τον κοίταζαν έκπληκτα.

Και πάραυτα εσφύριξε το υπόλοιπον του ρωμίου, το οποίον τόσην ώραν είχε πληρώσει ευωδίας την ρίνα του, έλαβε τον Μπάρμπα Σταύρον υπό την μασχάλην του και υπό την κάπαν ως τράγον ξεπαγιασμένον, και επανήρχετο εις το χωρίον, ακολουθούντων εν χαρά και των λοιπών ναυτικών, είς των οποίων έλαβεν εις χείρας και τα βαρέα υποδήματα του Μπάρμπα Σταύρου, άτινα εθεώρησαν βαρύ διά τον ποιμένα να θέσωσι πάλιν εις τους πόδας του γέροντος.

Ο ντον Πρέντου συνέχισε: «Ο Τζατσίντο δε θα γυρίσει, ούτε και θα πληρώσει, σου το εγγυώμαι εγώ. Να θυμάσαι όμως τι σου είπα χίλιες φορές: το κτηματάκι το θέλω εγώ. Θα τα πληρώσω όλα εγώ, έτσι θα σας μείνει το σπίτι. Προσπάθησε εσύ να τις πείσεις, τις ξεροκέφαλες.

Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσειΤότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.

Μια μέρα ένας πλούσιος συνταξιούχος λιμενάρχης, ένας καλός κύριος, σωματώδης αλλά απλοϊκός σαν παιδί, ήρθε να πληρώσει κάτι. Ο φίλος μου του είπε: Αφήστε τα χρήματα και περάστε αργότερα να πάρετε την απόδειξη που πρέπει να υπογραφεί από τον προϊστάμενο. Ο λιμενάρχης άφησε τα χρήματα, ο φίλος μου τα πήρε, βγήκε έξω, τα έπαιξε και έχασε.

Τρεις μέρες μετά ο Έφις γύρισε και για να μην πληρώσει το ναύλο για το άλογο φορτώθηκε στην πλάτη το δισάκι και ξεκίνησε με τα πόδια. Ο καιρός είχε δροσίσει: από τα βουνά του Νούορο κατέβαινε το αεράκι των δασών και έτρεχε έτρεχε πάνω στη χλόη κατά μήκος του ποταμού και έμοιαζε να θέλει να κατέβει μαζί του στη θάλασσα.

Αν εννοής να μου φέρης εδώ καμμιά παστρικιά, πολύ σε παρακαλώ να μου αδειάσης την κάμαρα... σαν τελειώση ο μήνας που έχεις πληρώσει. Την νύκτα, όταν ήρχετο κάποτ' ενωρίς, προ του μεσονυκτίου, συνήθως δεν είχεν ύπνον. Ήναπτε το φως, επεριπάτει, εξηπλώνετο στο κρεββάτι κ' ελιανοτραγουδούσε ή τούρκικα ή ντόπια κουτσαβάκικα: Βασίλω μ', κάτσε φρόνιμα, σαν τ' άλλα τα κορίτσια ...