United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε βασιλεύς όταν μας είδε και από τας μορφάς και την ενδυμασίαν ενόησεν, Έλληνες λοιπόν είσθε, ξένοι; μας είπε. Απηντήσαμεν καταφατικώς, αυτός δε, Πώς λοιπόν, είπε, κατωρθώσατε να περάσετε τόσον αέρα και να φθάσετε έως εδώ.

Ημείς απηντήσαμεν διά των βελών και των ακοντίων και δεν αντέστησαν επί πολύ, αλλά τραυματισθέντες οι περισσότεροι έφυγαν προς την νήσον. Περί δε το μεσονύκτιον, επικρατούσης γαλήνης, προσεκρούσαμεν κατά λάθος εις μίαν φωλεάν αλκυόνος τεραστίου μεγέθους• διότι είχε περίμετρον εξήκοντα σταδίων. Εκάθητο δε επ' αυτής η αλκυών θερμαίνουσα τα αυγά της, και δεν ήτο πολύ μικροτέρα της φωλεάς.

Εννοείται ότι ο διάλογος των δυο φίλων ετραχύνθη, και απέληξεν εις ρήξιν, ήτις διήρκει από δύο ήδη μηνών, ότε την παραμονήν της πρώτης του έτους απηντήσαμεν άθυμον και μελαγχολικόν τον Μιμίκον.

Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το πρόγευμα τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν. — Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε χοροί πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού και πού μόνον καμμία λογομαχία . . . — Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε; ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή.