United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώραώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αύτη μας εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας. Άξαφνα, μέσ' στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.

Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν πήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτο κορμί της, κ' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα τα φρύδια. Κάποτε κι όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτη γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.

Τριμμούδης ονομάζομαι, και μ' έκαμεν η μοίρα Να είμαι μονάκριβος υγιός και Βασιλιάδων κλήρα. 80 Του Ψωμοφάγου Βασιλιά, που τα ποντίκα ορίζει, Για διάδοχο στο θρόνο του ο νόμος με διορίζει. Και η μάννα, που με γέννησε, λογέται η Αμπαρούλα, Του Ξυγγομάση Βασιλιά βαριά Βασιλοπούλα.

Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν επήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτό κορμί της, κι' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα φρύδια. Κάποτε κι' όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτή γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.

Χιλιόχρονο ο θεός να τον φυλάη τους προδότες βαριά να τιμωρή !» «Χιλιόχρονος ο ρήγας μας», βογκάει σα θάλασσα ο λαός με μια φωνή. Και η βοή στο γαλάζιο φεύγει αέρα και σμίγει με τις μύριες ευωδιές που ευφραίνουν βασιλιά κι αρχόντους πέρα σε ολόχλωρα νησιά και ακρογιαλιές.

Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.

Ούτε σηκώνει του λοιμού προτού τα βαριά χέρια, Ως που δεν παραδώσομεν την μαυρομμάταν κόρην, Άλυτρην, αναγόραστηντον ποθητόν πατέρα, Κ' εις Χρύσαν δεν προσφέρομεν αγίαν εκατόμβην· Και τότε να ελπίσωμεν πως τον εξιλεούμεν. Έτσ' είπ' αυτός, και κάθησε.

Βαριά θα βόγγαε ο Πηλιάς, ο γερο-αλογολάτης, 125 των Μυρμιδόνων μαχητής και γνωμοδότης άξιος, πούχερε τόσο σπίτι του ρωτώντας με μια μέρα, και μάθαινε κάθε Αχαιού τη φύτρα, την πατρίδα· τώρα όλοι ομπρός στον Έχτορα αν μάθαινε πως τρέμουν, πολλές φορές θα σήκωνε στον ουρανό τα χέρια, 130 να κατεβεί οχ τα στήθια του νεκρή η ψυχή στον Άδη.

Το σπίτι του Λάμπρου Ζάρμπα, σα νάνοιθετο δόλιο! — τη συφορά που του μέλλονταν, τη μοναξιά, την κλεισμάρα και την ερήμωση που θα το δέχονταν, έστεκε μες το ριζοβούνι, ορθό, ατάραγο, σκηθρωπό, παραπονεμένο, σα χαροκαμένος ήρωγας, οπ' αν του στέρφεψαν η πολλές συφορές τα δάκρυα, νοιώθει όμως τ' ανεμόχολο να φουσκώνη στα στήθια του μέσα και το χαλασμό να του πλακώνη βαριά την καρδιά.

Μα αν δεν πειστείς στα λόγια του κι' αψήφιστα μ' ακούσεις, φοβέριζε κι' αφτός εδώ πως να σε πολεμήσει θάρθει ανοιχτά, μα κάλια σου να τραβηχτείς νομίζει, 180 μη σου ρηχτεί, τι αφτός μαθές πολύ είναι ανότερός σου και πριν στα χρόνια· ωστόσο εσύ έτσι ίσος του να βγαίνεις λέει δε δειλιάζεις, του Διός που τον φοβάνται κι' άλλοιΤότες βαριά αγανάχτησε της γης ο σείστης κι' είπε «Ω φαντασία!