United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον εις τα αίματα.

«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους 190 ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγοςτο σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον. και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου• γιατίτον δείπνο δεν αγαπώ τα κλάμματα• αλλά του όρθρου η κόρη Ηώ και πάλιν θα φανή• με τούτο εγώ δεν λέγω 195 κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν. και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο, η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ• ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσατους Αργείους δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει• 200 εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν, ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητοςτην μάχη».

Να κι' άλλη μια! Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάμματα και οι δύο. Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β' Ανάστασις κ' έγεινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κ' εθεώντο την πυρπόλησιν του Εβραίου, Τι άσχημος και τι ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον.

Οι περιεστώτες έμειναν εκστατικοί εις τούτο το θέαμα και όλοι έντρομοι ελόγιασαν πώς να του έπεσεν αποπληξία. Εδόθησαν όλοι οι άνθρωποί του εις τα κλάμματα και εις τες φωνές διά τον θάνατον του αυθέντου των· όλη η χώρα εγέμισεν ευθύς από βρυγμόν και κλάμματα διά τον εξαφνικόν θάνατον του ευεργέτου τους, και εφώναζαν ωσάν να είχαν χάση τον ίδιόν τους πατέρα.

Γιε μου, καλά έχουνε πη: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Περίμενε λίγο! .. .» Όταν πήδησε ο Τριστάνος από το γκρεμό, ένας φτωχός άνθρωπος του λαού τον είδε να σηκώνεται και να φεύγη. Έτρεξε στο Τινταγκέλ και γλύστρησε ως το δωμάτιο της Ιζόλδης. — Βασίλισσα, πάψε πεια τα κλάμματα. Ο φίλος σου ξέφυγε. — Δόξα τω θεώ, είπε η Ιζόλδη.

Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε.

Δυο ώμορφες και τρυφερές αρχοντοπούλες να σέρνωνται άσπλαχνα από τα μαλλιά κι από τα χρυσά μανίκια τους με κλάμματα και με μεγάλους σκουσμούς. Εταράχτηκαν όλα τα Γιάννινα εκείνη τη νύχτα. Όλοι είμασταν στο ποδάρι, μα κανένας δεν έκρινε για να μη γένη διπλό και τρίδιπλο το κακό. Τες συνοδέψαμαν μοναχά, έτσι αμίλητοι, ως στο σπίτι που τες έκλεισαν. Μα αντίς δίκιο εκεί ηύραν βρισιές και δαρμούς.

Τι λέει;... θα πάνε στο Κάστρο;... Κι' άρχισες τα κλάμματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θα με πάρουν κ' εμέ μαζί... θα με πάρετε, μα;... — Σουτ! Λ'φάξτε! είπεν αυστηρώς η παπαδιά. — Τι τρέχει; είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας. — Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς· ησύχασε.

Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά. Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κιότι τα κλάμματα δεν την ωμόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμμο δε μάρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των.

Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της τα λόγια. Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους έδωκε την ευχή της ολωνών. — «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά!