Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Εκεί ηύρα μία νέαν Κυράν με πολλά σίδερα δεμένην χέρια και πόδας, και είχε το κεφάλι κατεβασμένον εις τα γόνατά της, και εθρηνούσε την κατάστασίν της. Επλησίασα εις αυτήν παρακινούμενος από ευσπλαχνίαν, διά να την ελαφρώσω, μα τι λογής εστάθη ο θαυμασμός μου, οπόταν εκείνη εσήκωσε το κεφάλι, και εγνώρισα εις εκείνην την δυστυχισμένην την ευργέτιδά μου, την ωραίαν Γουλνάζε!

Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδατην κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85 τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη. αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι, τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν, και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι. να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90 εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων, ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε. και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95 και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε• Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι, και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα• ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100 όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του, σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, 'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».

Ο κακότυχος πραγματευτής κλαίοντας με πικρά δάκρυα εφώναζε ότι δεν έχει πταίσιμον και ότι δεν του εσκότωσε τον υιόν, και έκραζε ότι είναι αθώος και εθρηνούσε την γυναίκα του και τα παιδιά του, λέγοντας τα πλέον θλιβερά και παραπονετικά λόγια, οπού ημπορεί να ειπή όποιος ευρίσκεται εις τέτοιαν δυστυχισμένην περίστασιν.

Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε.

Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και τον εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις αυτόν έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν ράχιν του, τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν πρόσωπον και γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που εδούλευσεν εις συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις αυτούς το αίτιον της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους εκράτησεν αρκετήν ώραν εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις δεν τους αφήκεν ευθύς να φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως έλυσαν την σιωπήν και άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές, και να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν