United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΟΝΖ. Ανίσως μου έδιναν να φυτέψω τούτο το νησί, κύριέ μουΑΝΤΩΝ· θα το εφύτευε τσουκνίδα. ΣΕΒΑΣΤ. Ή ξυνόχορτο, ή μολόχα. ΓΟΝΖ. Και αν ήμουν ο βασιλέας του νησιού, τι ήθελα να κάμω; ΣΕΒΑΣΤ. Θα σου έλειπε το κρασί, και δεν θα μεθούσες.

Μήτε κανείς να εγγίζη τα ιδικά μου χρήματα όσον είναι δυνατόν, μήτε πάλιν να μου πάρη και το ελάχιστον, χωρίς να με πείση. Συμφώνως δε με αυτά τα ίδια θα κάμω και εγώ ως προς τα χρήματα των άλλων, όταν έχω νουν σώφρονα.

Όλα, φίλε μου, σαν όνειρο μου φαίνουνται, όλα σαν παραμύθι. Ή τώρα να χαλάση ο ουρανός και να καταστραφούν οι κάμποι, ή χρόνια ακόμη να βαστάξουν, το ίδιο δεν είναι; Πάντα μια μέρα θα χαθούν. Και δεν αξίζει να κοπιάζης. Το χέρι να κουνήσω, ένα βήμα να κάμω, να πάρω χαρτί και να γράψω, όλα μου έρχουνται σαν παραμύθι.

Ας είνε, εξαναείπεν η βασίλισσα· εσύ το λοιπόν τάζεις μου, αν κάμω κανένα πράγμα έμπροσθέν σου που να σου κακοφανή, να μη βλασφημήσης, αλλ' ούτε να με ονειδίσης εις εκείνο που έκαμα; Ναι, ω βασίλισσά μου, απεκρίθη αυτός· αντίς να βλασφημήσω τα έργα σου, ομνύω ότι ήθελα τα επαινέσει όλα, και θέλω έχει εις όλην μου την ζωήν άλλην τόσην υπακοήν, όσην αγάπην σού έχω.

Έπειτα από λίγο είμουνα στην κρεβατοκάμαρα κ' είδα πως η γυναίκα μου είταν αναίσθητη. Ακροάστηκα την αναπνοή της, έπιασα το χέρι της και δοκίμασα να της μιλήσω. Ένοιωσα πως όλα είτανε μάταια και κατέβηκα να μιλήσω ο ίδιος με το γιατρό στο τηλέφωνο, όχι γιατί πίστευα πως είταν αναγκαίο, μα γιατί νόμιζα πως έπρεπε να το κάμω.

«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου, την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη, 'που μου 'λθεν ολοφάνερητο θεϊκό τραπέζι. 420 κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα, να την κεντήση ογλήγοραεμάς ο επιστάτης• και άλλοςτου μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο, να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση• και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, 425 του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση. σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτετο παλάτι η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν• καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο».

Τώρα δε ας ίδωμεν ποίος είμαι, όταν ο πατήρ μου θέλη να με αποκηρύξη• και δεν θα είπω ότι την μεν πρώτην φοράν ήμουν χωρίς επάγγελμα, τώρα δε ιατρός• διότι η επιστήμη ουδόλως θα συντελέση προς υπεράσπισίν μου• ουδέ ότι τότε μεν ήμουν νέος, τώρα δε έχω ηλικίαν ώριμον, ήτις είνε εγγύησις ότι δεν δύναται να κάμω παρεκτροπάς και αφροσύνας• διότι και τούτο ίσως δεν είνε πολύ σημαντικόν.

Κι' αν πάψω εγώ τον αργαλειό, κι' αν πάψω το τραγούδι, Ποιος θα μου υφάνη τα προικιά και τα μεταξωτά μου; — Εγώ θα βάλω γλήγορα υφάντραις να τα υφάνονν. Εγώ θα στείλω προξενιά, γυναίκα να σε πάρω. Του παλατιού βασίλισσα, κυρά μου να σε κάμω. — Του ποιου ν' το συμπεθεριακό, του ποιου 'ν' αυτό το ψίκι Που κατεβαίνει απ' τα βουνά πεζούρα και καββάλλα Με τα ψιλά τα φλάμπουρα, με τα διπλά παιγνίδια.

— Ω, είπεν η μικρά κόρη δεν βαρύνομαι την δουλειά, αλλά βιάζομαι να φθάσωτον παππού. Πώς να σ' αφήσω όμως κ' εσένα παραπονεμένην. . . Θα σου κάμω όσα μου εζήτησες και έπειτα θα τρέξω, θα τρέξωτον δρόμον μου όσο βιαστικά ημπορώ.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Και σεις, παιδιά, τα ακούσατε τα λόγια του πατέρα. Είπε πως δεν θα παντρευτή και δεν θα με ξεχάση. ΑΔΜΗΤΟΣ Το είπα κ' είμαι έτοιμος και να το κάμω. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Τότε πάρε τα από τα χέρια μου τα δύστυχα παιδιά μας. ΑΔΜΗΤΟΣ Τα δέχομαι, απ' τα χέρια σου, αγαπημένα χέρια, αγαπημένην προσφορά. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Γίνου εσύ μητέρα στη θέσι μου.