Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν, κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκάταις μάνδραις, ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440 από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος 'που 'σαν δεμένοιταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων. κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι, αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445 εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε• «καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα, αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτοςτα ποτάμια, 450 και πρώτος ήσουν πρόθυμοςτην μάνδρα να γυρίσης, το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε, ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455 και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες, να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου, θα 'βλεπες τότε σκορπιστάτο σπήλαιο τα μυαλά τουτην γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πώς το γυιό σου ετόλμησες μέσ'στη σπηληά ν'αφήσης; ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; κλάψες έκαμα πολλές εκεί και μοιρολόγια. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αχ! τολμηρά ήσουν και συ, μα πειο πολύ ο Απόλλων. ΚΡΕΟΥΣΑ Αν το 'βλεπες το δύστυχο τα χέρια να μ' απλώνη! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το γάλα σου εγύρευε ή αγκαλιά μητέρας; ΚΡΕΟΥΣΑ Την αγκαλιά μου, κι' άδικα το είχα βασανίση.

Εγώ όμως ήλθα χωρίς να ξέρω τίποτε, ο Οιδίπους, λύω το αίνιγμα και την τρομερή την σφίγγα φθείρω. Από τον θρόνο ωρκίσθηκες ν’ απομακρύνης εμέ, σιμά στον Κρέοντα να βασιλεύης. Μου φαίνεται πως κλαίοντας και οι δύο τας Θήβας θ’ αφήσετε° το μίασμα μαζί θα φύγη. Τα γερατειά αν δε σεβόμουν θα ’βλεπες ποία ανταμοιβή θα λάβαινες στους λογισμούς σου.

Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375 «Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. 'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, να ήμουν χθεςτο σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380 θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».

Όχι, πλαϊνά κάνε, σαν τα καρυοφύλλια τα 'δικά σας· απήντησεν ούτος, μιμούμενος την Ρουμελιωτικήν προφοράν, ίνα δήθεν επιτείνη την ειρωνίαν των λόγων του. — Μπρε, τα 'δικά μας μπρε, εδιώξαν τους τούρκους! εφώναξεν εν αγανακτήσει ο γέρων. — Τι να σου κάμω!. . απήντησεν ο ενωμοτάρχης κινών την κεφαλήν· ήθελα πενήντα τούρκοι να είχαν από τούτα 'δώ και να 'βλεπες την παληοκαπότα!. . .

εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235 «Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης! θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία». Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη να φθάση ο πολύνοοςτο δώμα του Οδυσσέας.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν