Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν, κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκάταις μάνδραις, ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440 από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος 'που 'σαν δεμένοιταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων. κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι, αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445 εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε• «καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα, αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτοςτα ποτάμια, 450 και πρώτος ήσουν πρόθυμοςτην μάνδρα να γυρίσης, το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε, ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455 και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες, να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου, θα 'βλεπες τότε σκορπιστάτο σπήλαιο τα μυαλά τουτην γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460

Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν. — Αμ' τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είνε; τον είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά. Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήση. — Καλά και καλά, άλλος τόσος! Το είδα στον Περαία. — Καλότυχε. Αμ' πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι; — Θα σου γράψη, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνη ένα ταξιδάκι.

Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου. και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι 360 πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη, 'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη, 'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη. η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, 365 κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει.

Μια στιγμή τον χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του: — Άτιμη! Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της. — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα! Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν