United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διασκεδαστικά ακάτια με τα φουσκωμένα πανιά των πετούν επάνω από το υδάτινον κάτοπρον σαν λευκές πεταλούδες. Ο διά της Σιγιόν σιδηρόδρομος ήρχισε να &λειτουργή&, πηγαίνει βαθιά μέσα εις την κοιλάδα του Ροδανού. Εις κάθε σταθμόν κατεβαίνουν ξένοι, κρατούν εις τα χέρια των τους δεμένους με κόκκινον δέμα οδηγούς των και διαβάζουν, ό,τι αξιοπαρατήρητον έχουν να ιδούν.

Ο Βόσπορος εκυλίετο χαριέντως υπό τα βλέμματά μας· πολυάριθμα ισχνοτενή ακάτια διέσχιζον τα κυανά του νερά κατ' αντιθέτους διευθύνσεις, ως χελιδόνες πετώσαι μετ' απαραμίλλου ταχύτητος. Η μήτηρ μου τα παρετήρει δι' απλανών ομμάτων και μετά μακράν σιωπήν αναστενάξασα βαθέως: — Διες εσύ! είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα!

Αι αστραπαί είχον συχνά λάμψιν ηλίου και έβλεπε κανείς το κάθε αμπέλι, όπως τo βλέπει και το μεσημέρι, αλλά αμέσως εκαλύπτετο πάλιν το παν μέσα εις το σκοτάδι. Αι αστραπαί σχημάτιζαν φιόγκους, γραμμάς ελικοειδείς και τεθλασμένας, εμπηγνύοντο γύρω γύρω μέσα εις την λίμνην, έλαμπον από παντού και η Ηχώ ηύξανε των βροντών τον κρότον . . . Εις την ξηράν έσυραν τα ακάτια εις την ακτήν.

Η τεχνητή νήσος κατάμεστος από άνθη ήτο συνδεδεμένη διά πλεγμάτων χρυσών και πορφυρών, με ακάτια εν σχήματι ιχθύων και κύκνων εις τα οποία εκάθηντο ημίγυμνοι κωπηλάτριαι με σώματα εύγραμμα και μετέφερον εις την σχεδίαν τους κεκλημένους.

Ρυμουλκύσαντες οι Αθηναίοι βαρύτατον πλοίον έχον ξύλινους πύργους και παραφράγματα έδεναν εις τα ακάτια τους πασσάλους, και άλλους μεν εξ αυτών ανέσπων, άλλους δε επριόνιζαν βυθιζόμενοι υπό το ύδωρ. Οι δε Συρακούσιοι έρριπταν βέλη από των παραπηγμάτων, οι δε εκ του φορτηγού ανταπήντων. Τέλος οι Αθηναίοι ανέσπασαν τους πλειοτέρους των πασσάλων.

Εκραύγασαν εκ τρόμου εις το θέαμα, νομίσαντες ότι ήτο φάντασμα το περιπατούν επί των κυμάτων. Αλλά διά μέσου της τρικυμίας και του σκότους προς αυτούς, καθώς συχνά και προς ημάς, όταν, εν μέσω του σκότους της ζωής μας, ο ωκεανός φαίνεται τόσον μέγας και τα ακάτιά μας τόσον μικρά, ήχησεν η φωνή εκείνη, της ειρήνης ήτις έλεγεν: «Εγώ ειμι· μη φοβείσθε».