United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπαρε τούτην την σακκούλαν με τα φλωριά, και σύρε εις την αγοράν να εύρης ένα πραγματευτήν που τον λέγουν Ναμαράν, και πες του πως θέλεις να αγοράσης μεταξωτά· αυτός θέλει σου δείξει διάφορα· διάλεξε από αυτά ένα κομμάτι, και πλήρωσέ το όσα σου ήθελε γυρέψει χωρίς να κάμης παζάρι· μίλησέ του με ευγένειαν και γλυκύτητα, και ωσάν αναχωρήσης από αυτόν, φέρε μου εδώ τα μεταξωτά.

ΜΕΝ. Εγώ δε πώς σου εφάνηκα όταν ήλθα εδώ; ΚΕΡΒ. Μόνον συ, Μένιππε, εφάνης άξιος της φιλοσοφίας σου και ο Διογένης προ σου• δεν εισήλθετε αναγκαζόμενοι, ουδέ ωθούμενοι, αλλά θεληματικώς και γελώντες και εμπαίζοντες όλους τους άλλους. 22. &Χάρωνος και Μενίππου.& ΧΑΡ. Πλήρωσέ μου τον ναύλον, βρε παληάνθρωπε. ΜΕΝ. Φώναζε, αν αυτό σ' ευχαριστεί. ΧΑΡ. Σου λέγω να μου πληρώσης τον κόπον μου.

Στις εκκλησιές χαρίσματα, στις ορφανές κοπέλλες προικιά, στους σακάτηδες μισθό κομμένο Πού θα πήγαινε η δουλειά; «Κράτα Μαστρο- Χαράλαμπε και για τα στερνά σου. Τα παιδιά σου συλλογίσου». Του λέγανε οι γνωστικοί. «Έχει ο Θεός. Ο Θεός είνε μεγάλος, έλεγ' εκείνος. Το καλό το βλέπει ο Θεός και το πληρώνει». Ώμορφα του το πλήρωσε. Με τον καιρό λιγοστέψανε οι δουλειές. Καράβια καινούργια τίποτε.

Θέλω όμως να πω και κάτι άλλο….» «Μίλησε λοιπόν!», είπε η Νοέμι, αλλά με τέτοια περιφρόνηση που εκείνος πάγωσε. Παρ’ όλα αυτά τόλμησε: «Πιστεύω ότι θα του έκανε καλό εάν είχε δική του οικογένεια. Εάν αγαπάει πραγματικά εκείνο το κορίτσι….. γιατί να μην τον αφήσετε να την πάρει;….» Η Νοέμι πετάχτηκε επάνω, ακουμπώντας τα πόδια της που έτρεμαν στον πάγκο. «Σε πλήρωσε για να τα λες αυτά

Η γαλέρα πετούσε· σε λίγο ήσαν μέσα στο λιμάνι. Φώναξαν έναν Εβραίο, στον οποίον ο Αγαθούλης πούλησε για πενήντα χιλιάδες τσεκίνια ένα διαμάντι, που κόστιζε εκατό χιλιάδες. Ο Εβραίος ωρκιζότανε στ' όνομα του Αβραάμ, πως δε μπορούσε να δώση περισσότερα. Πλήρωσε αμέσως τη ξαγορά του βαρώνου και του Παγγλώσση. Ο τελευταίος έπεσε στα πόδια του ευεργέτη του και τάβρεξε με δάκρυα.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ω πρίγκηψ, είναι συγγενής και τούτος του Μοντέκη κλίνει εκεί που αγαπά κι’ αλήθειαν δεν σου λέγει. Ήσαν καμμιά εικοσαριά που τον επολεμούσαν, κ' οι είκοσι κατώρθωσαν τον ένα να σκοτώσουν. Δικαιοσύνην σου ζητώ, ω πρίγκηψ! πλήρωσέ μου με του Ρωμαίου την ζωήν τον φόνον του Τυβάλτη!