Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί και το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ ακριβή χαρά και μοναχός καυγάς μας. Άξαφνα όμως μας άδραξεν ο πατέρας και μας έρριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας εμάγεψεν η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες ήσαν για τα πλεούμενα. Όνειρό μας ήταν να εμπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλείτερο ακόμη.
Συνοδεύει της αγαθές των κουβέντες η αιώνια χειρονομία που χτίζει, αυτή που ύψωσε καταπρόσωπα του θανάτου της Πυραμίδες, το δωρικό ναό, της πέτρινες γοτθικές προσευχές. Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή. Μα ενώ βυθίζονται στη λήθη των ανθρώπων, η πλάση που έχει απάνω της τα σημάδια της δύναμής των και της τόλμης των τους θυμάται — καθώς η γυναίκα το αντρίκιο σφίξιμο.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡ. Πιστοί οι λόγοι της Προφήτισσας. Στης εκκλησιές με σεβασμό ν' ακούτε όσους έχουν μυστικές κουβέντες με το Πνεύμα του Κυρίου, όσους την σκεπασμένην όψι βλέπουν κάθε μυστηρίου, Λυπήσου τα νειάτα, την τόση σου χάρι, το πείσμα παράτα, κατέβα στη στράτα και σ' όλη τη Θεσσαλονίκη μπρος, περήφανος κι' ως άλλοτε λαμπρός, θυσίασε το το κριάρι στου Ηρακλέα το βωμό με σεβασμό!
Γύρω του η ζωή έπαιρνε μια νέα όψη: ένα κύμα χαράς έμοιαζε να πλημμυρίζει το σπίτι όταν ερχόταν ο ντον Πρέντου: ήταν τα δειλά γέλια της ντόνα Έστερ, οι κουβέντες των αρραβωνιασμένων, τα σχέδια, οι φλυαρίες, οι ξαφνικές σιωπές από σεβασμό προς τον άρρωστο. Τότε εκείνος ένιωθε πως τους ήταν εμπόδιο και επιθυμούσε να φύγει.
— Ούδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θά τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτο στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν, άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.
Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε μέσα πο τα φυλλοκάρδια της να κάνη το θάμα της, και να φέρη τον Κώστα της, που έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά.
Ας μη μιλάμε γι’ αυτόν.» «Κι όμως, θα μιλήσουμε γι’ αυτόν», είπε η ντόνα Έστερ έντονα. «Έφις, εξήγησέ μου τις κουβέντες σου.» «Τι να σας εξηγήσω, ντόνα Έστερ; Ότι ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι;» «Α, ώστε κι εσύ το ξέρεις; Πώς το ξέρεις;» «Εγώ ήμουν ο πρώτος προξενητής.» «Ο πρώτος κι ο τελευταίος», φώναξε η Νοέμι πετώντας κάτω το γάτο σαν να ήταν κουβάρι. «Αρκετά.
Έκαμα και δυο τρεις γλωσσολόγους. Γλωσσολογικές κουβέντες — κουβέντες κι όχι φιλονικίες — είχαμε κάτω στα χώρα της Αξιάς, κάθε βράδυ στο τραπέζι, με τον καλήτερο απ' όλους τους Χωρεσιανούς. Γνωριστήκαμε στη Σύρα, στο ξενοδοχείο. Πήγαινα στην Πάρο, εκείνος στην Αξιά. Κοίταζε από το παράθυρο και πρόσμενε όλη μέρα να με φέρη το καΐκι, μην τύχη κ' έρθω και δεν πάω στο σπίτι του.
Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά. Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι. — Ώρα καλή; του κάνει. — Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.
— Ουδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θα τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτό στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν