Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
— Μας βρίσκεται και τίποτα παξιμάδι; ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς. — Θα έμεινε κάτι ολίγο απ' της Παναγιάς. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κη τρώμε απ' τα βλογούδια, είπεν η πρεσβυτέρα. Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτίσκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον.
Όθεν έφθασεν εις κάποια δένδρα, όπου ήτον και βρύσι· και εκεί εξεπέζευσεν εις τον ίσκιον· και ύστερα έβγαλεν από το δισάκκιόν του ολίγον παξιμάδι και μερικούς χουρμάδες, και τρώγοντας έρριχνε τα κόκκαλα των χουρμάδων προς το ένα και άλλο μέρος· και όταν ετελείωσε το γεύμα του, ως καλός Τούρκος που ήτον, εσηκώθη και επήρεν ασβέστι και εγονάτισε να προσκυνήση, και προτού να τελειώση το προσκύνημά του, όντας γονατισμένος, βλέπει έξαφνα και του παρουσιάζεται ένα φοβερόν Τελώνιον, μαλλιαρόν ωσάν ένας Σάτυρος, και εκρατούσεν ένα φοβερόν σπαθί εις το χέρι του, φοβερίζοντάς τον να τον θανατώση.
Το πλιο καθάριο το ψωμί, το άσπρο παξιμάδι, Η πίτα με το βούτυρο, η πίτα με το λάδι. 100 Το χλωροτύρι, ο παστρουμάς, το μέλι και το γάλα Δε με λαθεύουν, Μπάκακα και ακόμα κι' όσα άλλα Στα μαγειριά του ο άθρωπος σοφίζεται και βρίσκει, Απ' όλα εδοκίμασα. κανένα δε μου μνήσκει. Και μη θαρρείς, πως μοναχά η φύση μέχει δώση 105 Τόσα αγαθά να χαίρομαι χωρίς καμμιά άλλη γνώσι.
Και άρχισα το τραγούδι: Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!... — Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του καπετάνιου η φωνή. Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν ψεύτικη.
Από ντάμες δα άλλο τίποτα, καθιστές γύρω στους καναπέδες, μα να που έτυχε να χορεύουν όλες οι όμορφες κ'οι καλύτερες χορεύτρες . . και δεν πάνε στα κουτουρού οι χορευταράδες, μόνο κάθονται να δουν πρώτα κ' έπειτα διαλέγουνε. Δεν έχει παντεσπάνι! είπ' ο Δάσκαλος, μπαγιάτεψε πια κ’ έγινε παξιμάδι. Βάλ' τη «Ρεζάν», Μηνά ! φώναξε του παιδιού που γύριζε τοργανέτο. . . Και πάλι, χωρίς να ξαποστάσουνε μια στάλα, έσυρε ο Νίκος τη Λιόλια. . . Να βλέπατε το πόδι του το νεανικό κι αντρίκιο, το χαριτωμένο μαζί και δυνατό, που ξέχωρα φανέρωνε το πλάσμα το πλουσιόβλαστο κι ανθισμένο πούτον ώρα του τώρα να καρπίση- πως πατούσε το σανίδι ολόσωμο, ριζώνοντας το νέο δεντρί, και σηκωνόταν πάλι ανάερο μ' ένα τίναγμα ελαστικό και πάλι έπεφτε, στριφογυριστό στον αστράγαλο, βαστάζοντας όλο το κορμί στις μύτες του κ’ έρριχνε γοργότρεχο τη φτέρνα πίσω και γλυστροσερνότανε σα χέλι-λες κ’ είχε ζωή ολόδικιά του και χαρά το πόδι !. . . Μα κι όλο τάλλο το κορμί: τα μπράτσα κ' οι ώμοι, οι πλάτες, η μέση κι ο λαιμός τι τέλεια κι αρμονικά πούχαν τα κουνήματά τους, χώρια το καθένα και τόνα μέσα στάλλο και πάλι όλα μαζί -σα να φιλιούνταν αναμεταξύ τους, σα νάνθιζαν τώρα δα, ξαναγεννημένα σ' ένα λουτρό χρυσόρρευστο από φως και ηδονή, σε ζωή τρισμάκαρη . . . Και η Λιόλια το κοριτσάκι με το κοντοφούστανο τανεμιστό, με τα τρεμόχαρα στηθάκια που κρυφοζούσαν μες ταέρινο ποκαμισάκι ίδια χλωμά ροδάκινα κάτω απ’ τη φυλλωσιά στο βραδυνό ταγέρι, με τα χείλια σα στόμα λουλουδιού που σιγανοίγει να φιλήση τον ήλιο έπεφτε απάνω του σαν ένα πράμα λευκό κι απαλό, σαν πιτσούνι άσπρο που με τα πούπουλά του του σκέπαζε το νου.
Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάνα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινα εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της. — Τι να πω κ' εγώ, η καϋμένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ. — Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες! Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη. — Πού πας, μάνα; — Στα βουνά, σου είπα! . . . Δώσε μου λίγο παξιμάδι.
Και οι πόνοι του αβγαταίνουν, Και γιατρού ζητάει τη χάρη, Μη ο θάνατος τον πάρη. Εξανάλαβε ωστόσο Με ολίγα την υγιά του. Μον γι' αυτή τη συμφορά του Έκαμε όρκον, όσο ζήση, Να δειπνάη μον' το βράδυ Με νερό και παξιμάδι. Ψ ε μ μ α τ ά ρ η ς Τόσο ο Μυθούλης να ψεμματάη Από μικρούθε το συνηθάει, Οπού η γλώσσα να του λαθέψη Δεν είναι τρόπος, και ν' αληθέψη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν