Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Επηκολούθησαν διάλογοι και ο περίφημος μίμος Πάρις παρέστησε μιμικώς τας περιπετείας της Ηούς. Ακολούθως εισήλθον χορεύτριαι και εξετέλεσαν με ήχους κιθαρών και κυμβάλων βακχικήν όρχησιν συνοδευομένην υπό αγρίων κραυγών και ασέμνων κινήσεων. Εις την Λίγειαν, εφαίνετο ότι ο θόλος έμελλε να σχισθή και να πέση εις τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Αλλ' από τον θόλον έπιπτον ρόδα, και μόνον ρόδα.

Ήρθα, μα δε σε βρίσκω τώρα εκεί που στεκόσουν μεγάλο, θεριωμένο· δε σ' έχει κάτω η μπόρα σωριασμένο και τ' ουρανού δε σ' έκαψε η οργή. Μόνο η πεζή ζωή σ' έχει γκρεμίσει, σ' έριξε άπληστος χάμω χωρικός, εκεί που ο θόλος σου άπλωνε ισκιερός πιο περίσσιο σιτάρι να θερίση.

Γκρέμησε αυτός πλήθος λουτρά, εκκλησιές, σπίτια και τειχίσματα. Υπόφεραν κι άλλα μέρη τότες, καθώς η Νικομήδεια κ' η Βηρυτότο «στολίδι» της Φοινίκης, καθώς τη λέγανε. Δεν περνούνε δυο χρόνια και την ξανασαλεύει την Πρωτεύουσα καινούριος σεισμός. Και σ' άλλον πάλε σεισμό, του 558, έπεσε ο μεγάλος θόλος της Αγιά Σοφιάς καθώς σε λίγο θα δούμε.

Το μόνο βέβαιον είνε ότι έψαλλαν με νέο και παράξενο τρόπο· και μαυτό πετύχαινε ο δάσκαλος το σκοπό του, δηλαδή να φανή ότι έφερνε κάτι περισσότερο και νεωτεριστικώτερο από τον προκάτοχό του. Η δύναμη του ήτο στο «Άγιος ο Θεός». Εκεί έβαζε κάτι φωνάρες, που έτρεμε ο θόλος της εκκλησίας. Έτρεμαν από την προσπάθεια και τα γένια του δασκάλου, σαν την ουρά της σεισοράδας.

Διηγήθη δε τότε ο γέρων το εξής ανέκδοτον. Επλημμύρησέ ποτε ο ποταμός της Ιταλίας Αδίγης, και διά του ορμητικού ρεύματός του κατεκρήμνισε τας δύο άκρας της γεφύρας της πόλεως Βερόνης, κειμένης εις τας όχθας του ποταμού τούτου. Έμενε δε εν τω μέσω του ποταμού σαλευόμενος ο μέσος θόλος της γεφύρας, επί του οποίου έκειτο μικρά καλύβη, κατοικουμένη υπό πτωχής οικογενείας.

Μου συνέβη τώρα ύστερα να χάσω, δεν ηξεύρω διατί, την ιλαρότητά μου, και άφησα τα μαθημένα μου γυμνάσματα· και τωόντι τόσο βάρος αισθάνεται η ψυχή μου, ώστε το ωραίο τούτο κτί- σμα, η γη, φαίνεταιεμέ στείρο ακρωτήρι· το εξαίσιο τούτο σκήνωμα, ο αιθέρας, βλέπετε, το γενναίο τούτο στε- ρέωμα, όπως επάνω μας κρέμεται, ο μεγαλοπρεπής τού- τος θόλος ο κεντητός με ακτινοβόλο χρυσάφι, ε! δεν μου παρουσιάζεται ειμή ως ένα σιχαμένο συμμάζωμα από θα- νατηφόρα πυκνά αναθυμιάματα.

Όχι ο ουρανός ψηλά, ο πλατύχωρος θόλος που έγινε μια φορά σκάλα του Ιακώβ για ν' ανεβή στον θεό του. Εκείνος εξακολουθούσεν ολογάλαζος και ηλιολουσμένος την ημέρα, τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκέπη το τρυφερό θαύμα που έπεσε στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λέγεις, ήταν κ' εκείνος μαζί του κ' έβλεπε και αναγάλλιαζεν. Άλλος ουρανός εσυγνέφιασε· το μέτωπο του καπετάν Παλούμπα.

Είναι και ζήτημα αν ο Άγιος Πέτρος σου φέρνει την ανατριχίλα, το θρησκευτικό ενθουσιασμό, τη θεοφοβωσύνη που σε κυριεύει στη Αγιά Σοφιά μέσα. Μερικά χρόνια κατόπι ο περήφανος εκείνος θόλος γκρεμήστηκε, καθώς ξέρουμε, από σεισμό, κ' ένα του μέρος θρουβάλιασε τον άμπωνα καθώς και τη σολέα. Είταν τότες αποθαμμένοι κι ο Ανθέμιος κι ο Ισίδωρος. Ζούσε όμως ο ανιψιός του Ισιδώρου, Ισίδωρος κι αυτός.

Καθόμαστε· από πάνω μας ο θόλος του ουρανού άπλωνε τη γαλήνη του στη θάλασσα όλη πέρα· Μάης ήταν, και το πέρασμα σύννεφου μηδέ αχνού δε θόλωνε τον ξάστερο πρωινό γλαυκόν αιθέρα. Το αέρι μόλις άγγιζε το ολόστρωτο νερό, μόλις των πεύκων γύρω μας τ' ακρόκλωνα κινούσε κι ο ήλιος, δίνοντας, χρυσά στο βραδινόν αφρό και στ' αρμηρίκια του γιαλού ροδόκρινα σκορπούσε

Εδιάβηκε η μαυρύλα Κ' έρχεται πάλαι η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένος Δε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει. — Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά... δε μας χασομεράνε. Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο. — Έρχετ' εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη.. Διαμάντη, κύτταξε και συ, σαν και να σταματήσαν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν