United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα κατήλθε κατά μικρόν η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα διά της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τους αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θαλάσσας.

Η Κυρά Λοξή ύψωσε πάλιν την χείρα εις τα χείλη, κρύπτουσα το μειδίαμα με την συνήθη χειρονομίαν της. — Πατριώτης μου είναι, είπε μετά τινας στιγμάς. Ο ιατρός την έβλεπε μειδιών. — Ο άμοιρος, επανέλαβεν η γραία, δεν έχει κανένα συγγενή, κανένα ιδικόν του. Τον γνωρίζω από παιδί. Κ' εγώ που σου μιλώ είμαι ξεκληρισμένη, — έρημη και μόνη. Τώρα κοντεύομεν κ' οι δύοτα τέλη.

Εμπρός· έλεγεν αύτη, κρύπτουσα απ' εκείνου την συγκίνησιν και τον κρύον φόβον της. Ούτω εξηκολούθησαν πλανώμενα επί πολύ εις το σκότος το μαύρον όσον και η τύχη των. Ότε δε διέκρινον εις τον ορίζοντα το γλυκοχάραγμα της ημέρας, ανέπνευσαν ελευθέρως ως να εσώθησαν από του κινδύνου.

Ηδυνάμην να υποδείξω την γραίαν εκείνην αρχόντισσαν, ήτις, κρύπτουσα υπό ράκη το κάλλος της, περιήλθε τότε ως επαίτις τα ενδότερα της Ανατολής προς αναζήτησιν του τέκνου της• και ο θεός την ελυπήθη, και επέστρεψε με το τέκνον της εις την αγκάλην.

Αλλ' εις τους κόλπους του γέροντος κρύπτουσα την κεφαλήν η τάλαινα μήτηρ μου αφέθη τότε ολόκληρος εις της λύπης την κυριότητα, και ηκούοντο οι λυγμοί της, και οι στεναγμοί της εξέσχιζον την καρδίαν μου.

Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον: — Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου.

Εις την γειτονικήν οικίαν ητοίμαζον τα γλυκύσματα των Χριστουγέννων εν χαρά. Η κόρη έκλινε την κεφαλήν της, κρύπτουσα δύο μεγάλα δάκρυα. — Σώπα, κοπέλλα μου, σώπα, είπεν η γραία συγκινηθείσα. Ετοιμάζουν τα γλυκά εις την γειτονιά μας. Καλά. Μεθαύριο 'σά 'ρθή ο καπετάνιος μου, τότε να ιδής χορούς και χαραίς. Θάρθη και η αράδα μας.

Αλλ' οποία υπήρξεν η συγκίνησίς της όταν Εκείνος, όστις μέχρι τούδε δεν είχε δώσει προσοχήν εις αυτήν, τώρα εστράφη προς ταύτην, και επιστήσας την προσοχήν όλων των παρόντων εις το ταπεινόν σχήμα της, καθώς εκάθητο επί του εδάφους, κρύπτουσα με τας δύο χείρας και με τους λυτούς πλοκάμους της την σύγχυσιν του προσώπου της, εφώνησε προς τον έμπληκτον Φαρισαίον: «Σίμων! βλέπεις την γυναίκα ταύτην;