United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τω μεταξύ ο ήλιος ερυθρός κατήρχετο όπισθεν των τόξων των δένδρων και έδυεν. Οι πλείστοι των συνδαιτυμόνων ήσαν πλέον ζαλισμένοι. Όμιλοι ανθρώπων μετημφιεσμένων εις σατύρους έπαιζον εις την όχθην αυλούς Πανός, νεάνιδες δε προέκυπταν ενδεδυμέναι ως νύμφαι. Η εσπέρα εχαιρετίσθη με κραυγάς προς τιμήν της Σελήνης και αποτόμως χιλιάδες λύχνοι εφώτισαν τα άλση.

Τα είδαν έπειτα ακόμη, όταν έπλεον ως βαρκούλες σκορπισμένες επάνω εις την θάλασσαν· αλλ' έξαφνα ένα μεγάλο κύμα τα εσύναξεν όλα μαζί και διά μιας έγιναν άφαντα μέσα εις το νερό, εις το οποίον, καθώς ο ήλιος έδυεν, έστελλεν όλην την λάμψιν του. — Η καλή Νεράιδα τα επήρεν, είπεν η Ανθούλα. Ας ημπορούσε να πάρη μαζί της εκεί κάτω όλα τα βιβλία.

Ταύτα απετέλουν την ουσίαν της συνομιλίας, αλλ' αι ερωτήσεις του Πλατέα και αι λεπτομέρειαι του Λιάκου επαναλαμβανόμεναι αποκατέστησαν μακρόν τον διάλογον, ο δε ήλιος έδυεν, ότε οι δύο φίλοι επέστρεψαν εις την οικίαν διά να τιμήσωσι το δείπνον της Φλουρούς. Μόλις είχον απογευθή ότε η θύρα εκρούσθη, η δε Φλουρού εισελθούσα ενεχείρισεν εις τον Λιάκον επιστολήν.

Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την λέμβον. Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα. Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν.