Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κ' εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και καλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες έως να έλθη η ώρα να εισβάλλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων.

Ο Αλαμάνος έτρεξε στο παράθυρο και τ' άνοιξε με μια γροθιά. Χύθηκε μέσα το γλυκοχάραμα· ένα γλυκοχάραμα κόκκινο σαν πυρκαγιά. Όλοι πισωπάτησαν αχνοί. Ο Αρχαιολόγος κοίτονταν κατάχαμα και μόλις ανάσαινε. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αφτιά του και κοκκίνιζε τις σανίδες· στο μέτωπό του έχασκε φοβερή πληγή. Απάνω στο δεξί του μπράτσο σα σε προσκέφαλο αναπαυόταν άκορμο το κεφάλι της Δόξας.

Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.

Τα δύο της παιδία, καθήμενα επί της ψάθης, έπαιζαν, η Λενιώ με την κούκλαν της, ο Μανώλης με το καραβάκι του. Η πρώτη πενταέτις εδοκίμαζε να ειπή ένα παραμύθι εις τον δεύρον, τετραετή, όστις έχασκε να την ακούη. Ήρχιζε δε πάντοτε από στίχους: Άδζα μάννα, βάτος μαμή, αητός μ' επήρε . . . Σχεδόν δεν είξευρε να ειπή άλλα. Αλλά και τόσα ήρκουν διά τον Μανώλην.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτι με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν