United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάλε κάτω σιγάσιγά το δοιάκι· λέγει στον τιμονιέρη κάπως με δισταγμό. Τρέχω να τραβήξω τη σκότα της μπούμας· ναι! Η σκότα κοκκαλιασμένη από τον χιονιά καθόλου δεν έσερνε. Πάει ο υποναύκληρος να κάμη τη μαΐστρα καιφτου σου διάβολε! — η σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται και η μαΐστρα ελεύθερη ανεμίζει και πλαταγεί σαν παντιέρα. Πού να ορθοπλωρίσουμε! Το ξύλο δεν μας ακούει πλέον.

Ο καπετάν Μοναχάκης έρριχνε πού και πού μια λοξή ματιά στον τιμονιέρη, που ζητούσε να φυλάξη κάθε κύμα που πλάκωνε. Ο τιμονιέρης, γεροντάκι και αυτός μα γερό κόκκαλο, στεκότανε ακούνητος σαν κολώνα, απίκου, προσμένοντας το κύμα, έτοιμος να ορτσάρη ή να το ποδίση. Εκεί, τραβέρσο το κρατούσανε... Βόηθα, Παναγία μου!

Ο λοστρόμος αρπάχτηκε απ' την αρμαδούρα· λίγο και τον έπαιρνε η θάλασσα. — Όρτσα! φώναξε στον τιμονιέρη μουσκεμμένος. Η «Αθηνά» τινάχτηκε πάλι σαν παλληκάρι. Σακατεμένη ετούτη τη φορά. Ο Καπετάν-Μοναχάκης το καταλάβαινε. Οι πόνοι τον σουβλούσαν κι' αυτόν σαν καρφιά. — Πάει, κ' οι δυο σακατευτήκαμε, είπε τρίβοντας τη μέση του. Σώθηκαν τα ψέματα. Ο Θεός να βάλη το χέρι του.

Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος. — Για τους σκύλους. Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα. — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας· θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση. Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο.

Μας πήρανε τα νερά, καπετάνιο. Ένα μπόι νερό. Γκουπ και γκουπ το σκαμπανέβασμα, μας σακάτεψε. Και στάθηκε χωρίς να πη άλλο λόγο. Ο Καπετάν-Μοναχάκης συλλογίστηκε. — Φλώκο παιδί μου, έλα στο τιμόνι να σκαντσάρης τον τιμονιέρη. Εγώ θα κατεβώ να ιδώ τι γίνεται, κι' ας ετοιμάσουν την τρούμπα. Προχώρησε με κόπο. Οι πόνοι τον έσφαζαν. Κομματιασμένος σε δυο. Σε λίγο ήρθε πάλι απάνω.

Είδα καλά τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο εμπρός στην κάμαρή του, τον ναύκληρο και πεντέξη ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας εκύταζαν περίεργα μα ούτε σχοινιά ετοίμαζαν ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος μ' ένα κεφάλι χοντρό, ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε αλλεπάλληλο το άγριό του αλύχτιμα. — Τους άτιμους! εψιθύρισα.