United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα ήρχισαν να έρχονται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ' Οχτωήχι χάρτινον εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα: Βλέπεις εκείνο το βουνό με κόκκινη παντιέρα; Εκεί σταυρώσαν το Χριστό τον πάντιον βασιλέα.

Τα ολίγα δε χάλκινα κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του θυλακίου της περισκελίδος του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων εις πέντε, δεν ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον σακχαρωτών.

Ήτο κομμένη από χαρτί, και εφορούσεν έν ωραίον τούλινον φόρεμα με μίαν μεταξωτήν ζώνην γαλάζιαν, και εις την μέσην της ζώνης είχεν έν λαμπρόν τριαντάφυλλον χάρτινον, μεγαλείτερον από την κεφαλήν της.

Ο Μιμίκος δεν εννόει να ταραχθή. Συνησθάνετο πόσην σπουδαιότητα είχε δι' αυτόν την στιγμήν εκείνην η οικιακή ειρήνη, και ήρχισε να τρώγη μετά πολλής ορέξεως, ότε εισήλθεν η υπηρέτρια και παρέθηκεν εις την τράπεζαν εκ μιας μεν χειρός πινάκιον περιέχον τυρόν εξ άλλης δε βιβλίον τυλιγμένον εις κυανούν χάρτινον περικάλυμμα. — Τώρα το έφερε ένας άνθρωπος, είπε.

Τότε ενθυμήθη την χορεύτριαν του πύργου, και εσυλλογίσθη ότι δεν θα την μεταϊδή, και εβόισαν εις τ' αυτιά του οι στίχοι του νανναρίσματος: $Νάνι, θα 'λθη η μάνα του $Απ' το δαφνοπόταμο $Κι από το γλυκό νερό, $Να του φέρη λούλουδα, $Λούλουδα, τριαντάφυλλα $Και μοσχογαρούφαλα. Ενώ ενθυμείτο όλα αυτά, το χάρτινον πλοιάριον ήνοιξε και έπεσεν ο στρατιώτης εις το νερόν.

Εγνώρισε και συνηλλάχθη πολλάκις προς τους ορθρίους περιάκτας καφέ και ζακχάρεως, οίτινες αντί μιας μόνης πεντάρας προσέφερον εις τους μαθητάς στενόμακρον χάρτινον κώνον, περιέχοντα τα ακριβότερα του καφέ των συστατικά. Ενθυμείται του Βαρνάβα το εστιατόριον, όπου εχόρταινε πολλάκις την μαθητικήν του κοιλίαν δαπανών ογδοήκοντα μόνον λεπτά.

Το χάρτινον πλοιάριον ανέβαινε και κατέβαινεν εις το αυλάκι, και κάποτε εστρεφογύριζε τόσον ορμητικά, ώστε έτρεμεν ο στρατιώτης· αλλά δεν το απεδείκνυεν, ούτε ήλλαζεν η φυσιογνωμία του, και εκύτταζεν εμπρός του πάντοτε με το όπλον επ' ώμου. Έξαφνα εχώθη το πλοιάριον εις την υπόνομον, και ο στρατιώτης ευρέθη εις τα σκοτεινά, επίσης σκοτεινά καθώς όταν ήτο κλεισμένος εις το κουτί του.