Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
— Άκουσέ με και θα ιδής πως δε θα μετανοιώσης· τον συμβούλεψε γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο. — Να μετανοιώσω! Όχι, Ελπίδα· δε φοβούμαι να μετανοιώσω όταν το λες εσύ. Μα πρέπει πρώτα να ιδούμε αν το δέχεται κι ο Αριστόδημος. — Α, όσο γι' αυτό μη σε μέλλει· είνε δική μου δουλειά. Η κόρη τράβηξε ίσα στο γραφείο κι άνοιξε θαρρετά την πόρτα. Μα στάθηκε στο κατώφλι ξυλιασμένη.
Καλώς σας βρήκαμε... — Να σε πάρη ο Διάβολος! Δε βρήκα καλύτερη φιλοφρόνησι να δεχτώ το έκτακτο υποκείμενο, που με περίμενε στο γραφείο μου από τα ξημερώματα. Αυτό δεν είχε να κάμη τίποτε. Ο πρωινός μου μουσαφίρης, συνειθισμένος από παρόμοια δεξίματα, δέχτηκε τη φιλοφρόνησι μου με γέλια και χαρές.
Με βλέπει δυο φορές την ημέρα, το μεσημέρι και το βράδι, κι ύστερα γραφείο και γραφείο. Συνήθισε και αυτός μ' αυτή τη βρωμοζωή. Σημείωσε, ότι έχω να τον φιλήσω τόρα εδώ και μια εβδομάδα. Και αυτή λέγεται ζωή ν ε ο ν ύ μ φ ω ν. Μα πώς κοιτάζει αυτός ο κόσμος εδώ πέρα, θεέ μου!... Δε ξανάειδαν γυναίκα στη ζωή τους; Μόρχεται να κοκκινήσω.
— Λοιπόν κύριε Αριστόδημε· το χέρι σας; για τελευταία φορά· του είπε ο Περαχώρας, μπαίνοντας στο γραφείο με το καπέλλο στο χέρι. — Και σας ευχαριστούμε για την τόση σας φιλοξενία! επρόσθεσε ο Γκενεβέξος από πίσω του. — Ω κύριοι· εψιθύρισε ο Αριστόδημος, σκύβοντας ταπεινότατα το κεφάλι του. Λυπούμαι πολύ που χάνω την πολύτιμη συντροφιά σας.
Σήκωσε τέλος τα μάτια του και κύτταξε την κόρη με φανερή απογοήτεψη. — Ξέρεις τι συλλογιέμαι; τη ρώτησε. — Τι; — Τα χρόνια πόχασα... Όλα όσα μου διάβασες τα διάβασα, θυμούμαι κ' εγώ σαν ήμουν παιδί. Μα ξέρεις πώς μου φαίνονταν; μου φαίνονταν... πώς να στο ειπώ;... να, βιβλία!... Από την άλλη μέρα άρχισε να συχνομπαίνη και στο γραφείο τ' Αρχαιολόγου.
Την τελευταία φορά που ζωντανό τον είδα, είτανε στο γραφείο της «Εφημερίδος» . Ήρθε συντροφεμένος από δυο φίλους του. Μου γύρεψε χαρτί. Πήρε την πένα, σημείωσε βιαστικά με γράμματα που μόλις διαβάζονται: «Σήμερον το εσπέρας τελούνται οι γάμοι του μεγάλον ποιητού Βιζυηνού μετά της...» Εδώ σταματά το γράψιμο· το χαρτί με το σημείωμα το κρατώ από τότε σε κάποιο βάθος του συρταριού μου.
Τη Δευτέρα το πρωί, είκοσι μίαν Δεκεμβρίου, έγραψε το ακόλουθο γράμμα στην Καρολίνα, που το βρήκαν μετά το θάνατό του σφραγισμένο στο γραφείο του και της το έδωκαν, θα γράψω εδώ μερικά μέρη, με τη σειρά που φαίνεται από τα περιστατικά πως τα έγραφε: «Είναι αποφασισμένο, Καρολίνα: θέλω να πεθάνω. Σου το γράφω ήρεμος, χωρίς ρωμαντική υπερβολή, το πρωί της ημέρας που για τελευταία φορά θα σε ιδώ.
Ένας Ευμορφόπουλος ψοφάει της πείνας μα δε δουλεύει τους δούλους του· όχι — δεν τους δουλεύει! Και σηκώνοντας το κεφάλι περήφανα, εβάδισε αργά και μεγαλόπρεπα και μπήκε στο γραφείο του, σκυλοβρίζοντας το Θεομίσητο και τη γενιά του.
Θυμούμαι μια φορά που ήρθε να μου κάνη βίζιτα στη Βιχτώρια — εκεί κατέβηκα — κι άλλη μια φορά που πήγα σπίτι του, στο γραφείο του κάτω· και τις δυο φορές καθήσαμε πολλή ώρα μαζί και μιλήσαμε κάμποσο, για πολλά πράματα, εννοείται και για τη γλώσσα.
Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέττα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθή αφορμή στη μηχανή να γυρίση, κ' έρχεται η &Δόξα&, η θεά που τραβάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπης που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν