Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό σαν τον καπετάν Δρακόσπιλο δεν εγέννησε δεύτερον η φύσις. Ζωντανή χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι τα ήξευρε με τον διαβήτη σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ' ακρωτήρια, τις λένες, τα ρίχη· τα πόρτα ημπορούσε να τα ειπή ένα κ' ένα με τα μίλια τους.
Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη. . . Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη . . . Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό.
Δεν επαραπονιόταν όμως γιατί αναγνώριζε το δίκαιό τους. Ήξευρε πως ο ναύτης έχει νόμο την πρόληψη. Ό,τι τον εφούρκιζε και τον απέλπιζε ήταν η τύχη του. Μ' εκείνη επάλαιβε νυχτόημερα στον ύπνο και τον ξύπνο του. Και ο ίδιος επίστεψε πως κάτι κακό εγεννήθηκε στην πλάσι μαζί με τη γέννησί του και τον ακολουθούσε τόρα θαλασσινό στοιχειό, εκδικητικό και παντοδύναμο στα ταξείδια του.
Πως βρέθηκε τέτοιο θαλασσινό υλικό στην Ελλάδα μέσα σε κείνη την παρακμή, μένει κάπως ανεξήγητο, εξόν αν ο Κωσταντίνος ναύλωσε ή αγόρασε τα εμπορικά· και γνωρίζουμε πως στα χερότερά μας, μαζί με γλώσσα, με θρησκεία, με κάθε άλλο εθνικό φυλαχτήρι, σώζουνταν πάντα και το εθνικό το εμπόριο, πότε στη μια, πότε στην άλλη άκρη της Ρωμιωσύνης.
Είπε κι' αφίνει η θέϊσσα τον ξακουσμένο γιο της, και κάνει στις θαλασσινές γυρνώντας αδερφάδες «Βουτήξτε εσείς μες στου γιαλού το φαρδοκόρφι τώρα 140 να δείτε το θαλασσινό γονιό μας στο πυργί του, κι' όλα του γέρου πέστε τα. Τι εγώ θα τρέξω τώρα στον Έλυμπο, στου ξακουστού πρωτοτεχνίτη Ηφαίστου, αν θέλει ολόλαμπρα άρματα του γιου μου να χαρίσει.»
Αυτές τις μέρες, χωρίς να μπορώ να το εννοήσω πώς και γιατί, μου ήρθε συχνά στο νου το θαλασσινό ταξίδι, που κάμαμε με την Έλσα. Μου ήρθε μαζί με την ανάμνηση του βωβού αγώνα, που έκαμα να την καταφέρω ναγαπήση εκείνο που αγαπούσα και γω. Κ' η ανάμνηση πως το κατώρθωσα κι ωστόσο δεν το κατώρθωσα μ' ερέθιζε και μ' ανησυχούσε μαζί.
Η γυναίκα μου είταν ευχαριστημένη, όπως πάντα όταν ταξίδευε στη θάλασσα, χωρίς όμως να δείχνη πως το ταξίδι έδινε κάποια ωρισμένη διεύθυνση στους στοχασμούς της. Όλη η ιστορία είτανε γι' αυτή ένα μακρινό θαλασσινό ταξίδι, τωραιότερο που έκανε, τίποτε όμως περσότερο.
Η αλήθεια είνε πως ο Λαλεμήτρος σκάλιζε και το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια, όπως έλεγε, έλεγε και τις ιστορίες του. Ήταν άξιος να κάνη κάθε δουλειά που βάζει ο νους του ανθρώπου, μα στις κουβέντες άλλος δεν τούβγαινε. Σαν άρχιζε μάλιστα τα ταξίδια και τις φουρτούνες του περνούσε και το Σεβάχ θαλασσινό. Η Ουρανίτσα βρήκε εκείνα πούθελε. — Αναποδογυρίζουν τα καράβια, Καπετάν Λαλεμήτρο;
Σωκράτης Είναι κάποιο θαλασσινό πουλί, Χαιρεφών, που το ονομάζουν αλκυόνα, πολύθρηνον και πολύδακρυ, διά το οποίον κάποιος παλαιός θρυλείται μύθος μεταξύ των ανθρώπων. Λέγουν, πως κάποτε ήτο γυναίκα, κόρη του Αιόλου του Έλληνος, και ότι εθρηνούσεν από πολλήν αγάπην τον νεαρόν της άνδρα, που απέθανε, τον Κήυκα τον Τραχίνον, τον υιόν του Εωσφόρου του αστέρος, ώμορφο παιδί ωραίου πατέρα.
Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν