United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθητο και ηγείρετο άνευ λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του ερυθρού στυπποχάρτου όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει πολλάκις ασυνάρτητα και ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το ωρολόγιόν του.

Το ωρολόγιον του προέδρου, κυρίου Νιαουστέως, εδείκνυεν επτά παρά είκοσι. Τέλος το ωρολόγιον του ελληνοδιδασκάλου εδείκνυεν έξ και δέκα οκτώ λεπτά. Προ τριών ετών το δημοτικόν συμβούλιον είχε φιλοτίμως ψηφίσει, ο κ. Νομάρχης είχεν ευαρεστηθή να εγκρίνη και ο κ. Δήμαρχος είχεν επιμεληθή δραστηρίως να κατασκευασθή μαρμαρίνη μεριδιάνα υψηλά επί του τοίχου του Ελλ.

Το δε ηλιακόν ωρολόγιον, τον γνώμονα και τα δώδεκα μέρη της ημέρας παρέλαβον οι Έλληνες από τους Βαβυλωνίους. Ο βασιλεύς ούτος υπήρξεν ο μόνος όστις εβασίλευσεν επί της Αιθιοπίας και όστις αφήκεν ως μνημεία τα λίθινα αγάλματα τα οποία βλέπομεν προ του ναού του Ηφαίστου, το ιδικόν του, τα της γυναικός του, αμφότερα τριάκοντα πήχεων, και τα των τεσσάρων υιών του, είκοσι πήχεων έκαστον.

Ο ελληνοδιδάσκαλος εν τούτοις προσεπάθει του λοιπού να κανονίζη το ωρολόγιόν του μάλλον κατά συμπερασμόν, και δεν εβασίζετο πολύ εις την μεριδιάναν, ήτις ίστατο εκεί υψηλά αρχίσασα να μαυρίζη εν μέρει από την βροχήν και την υγρασίαν, πολλώ δε μάλλον από τας κηλίδας των βωλοκοπημάτων των μαθητών, ομοία μ' εκλογικόν πρόγραμμα το οποίον εκόλλησαν υψηλά διά να το σώσουν από τα λασποβολήματα των διαβατών.

Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς. — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του.

Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.

Εκάπνιζεν ένα ναργιλέν το πρωί, είτα μόλις άφηνεν από την χείρα το μαρκούτσι, και πάραυτα ήναπτε το τσιγάρον, κυττάζων άμα το ωρολόγιόν του και εγειρόμενος ίνα απέλθη.

Εκύτταξε το ωρολόγιόν του, είδεν ότι ήτο ενδεκάτη παρά τέταρτον, και διέταξε τον πρωτόσχολον να σημάνη την κατ' ενορίας κατάταξιν, όπως ψαλή το σύνηθες άσμα της εξόδου και παύση το πρωινόν μάθημα. Ό,τι καθίστα τον διδάσκαλον δυστυχή, ήτο ο περιορισμός τον οποίον είχεν επιβάλει εις τον εαυτόν του, αφ' ότου ηρραβωνίσθη, να φορή κατά το θέρος το σακκάκι του.

Και αφού ετελείωσε την προσευχήν του, αφαιρέσας αίφνης από το ωρολόγιόν του εκείνην την λατρευτήν χρυσήν του καδένα, πλησιάζει μετά δέους προς το τέμπλεον και αποκρεμά ταύτην, ως ανάθημα ιερόν από της εικόνος του Μεγαλομάρτυρος, βαθέως αναστενάζων εξ ευχαριστήσεως, ως ν' ανεκουφίζετο, ως ν' απέβαλλεν από πάνω του βάρος ξένου πράγματος, το οποίον ησθάνετο ότι δεν ήτο ιδικόν του πλέον.

Ευθύς ως ήκουσε την ανακοίνωσιν του Μανώλη, ο κυρ-Ανδρέας έσυρε το ωρολόγιόν εκ της μικράς τσέπης του περιστηθίου του, και κρατών αυτό εις την παλάμην, επανήλθεν εις τους συναδέλφους του καθημένους περί την τράπεζαν, με τον κυρ-Αγγελήν τον Μαλλίνην εν τω μέσω, όστις με την πένναν εις την χείρα, εσημείωνεν έν όνομα εκλογέως κάθε τέταρτον της ώρας, και εν τω μεταξύ εφλυάρει κ' εκάπνιζεν ογκωδέστατα τσιγάρα, τα οποία ελάμβανεν αυτοδικαίως από τους αντιπροσώπους και αναπληρωτάς των υποψηφίων.