United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν το πιστεύω να έζησε άλλη φορά ο Σβεν μια τόσο ξεχωριστή ζωή μαζί με τη μητέρα του, όπως αυτό το καλοκαίρι, ή μπορεί κιόλα να μην έλαβα εγώ άλλη φορά την ευκαιρία να την παρακολουθήσω τόσο κατά βάθος. Μπορεί ακόμα να είταν αφορμή και το πως για πρώτη φορά αυτό το καλοκαίρι δεν είχαμε μαζί το μεγάλο αγόρι μας. Γιατί ο Ούλοφ έπρεπε να ταξιδέψη στα βορινά μέρη για να συνηθίση να μένη μόνος.

Όλους εκείνους τους πανώριους ναούς, τα θάματα εκείνα της Τέχνης που Θεός το ξέρει α θα δυνηθή πια να ξαναστήση παρόμοια στον κόσμο ανθρώπινο χέρι, αντίς να τους αφήσουνε κλειστούς, ή τουλάχιστο να φανούν ίσια με τους Τούρκους γνωστικοί και να τους κάμουνε δικές τους Εκκλησιές, βαλθήκανε να τους γκρεμήσουνε, μην τύχη, λέει, και ξαναφανή κανένας Ιουλιανός και τους ξανανοίξη!

Έρχονται ταχτικοί!. . . Να μην πης πως με είδες! — Ταχτικοί; — Να μη με μαρτυρήσης παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε! Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα 'ρθώ στο καλύβι σας . . .

Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης τουτο οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον.

Ο νους κ' η καρδιά πάνε συχνά ταίρι ταίρι· έχει κι ο νους καλοσύνη δική του· δεν είναι μόνο της καρδίας η καλοσύνη. Είναι και του νου, φτάνει να μην τον κλειδώνης· φτάνει, κι ο νους σου ναγαπά Δουλειές είχαν, πολλές δουλειές οι μικροπολίτες. Τόσο, που δεν κατώρθωναν όλα να τα κάμουν. Είταν πάντα σαν ανταρεμένοι. Έτρεχαν και φιλονικούσαν.

Λόγια διαμαρτυρίας της έρχονταν στα χείλη και παρ’ όλο που κατόρθωνε πάντα να συγκρατιέται μπροστά στον υπηρέτη, που φαίνεται πως δεν του έδινε και πολύ σημασία, αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να μην τον αντικρούσει. «Δεν έχει καμιά δουλειά εδώ η Θεία Πρόνοια και δεν πρόκειται γι’ αυτό.

Μωρέ Χουσεήνη, φωνάζει κάποιος δικός μας του ενός, που να τούβγαζες τάσπρο μαντίλι, μήτε στόνειρό σου δε θα τον έλεγες Τούρκο, μωρέ Χουσεήνη, τι 'ναι πάλε αυτά που ακούγω; Πήρες, λέει, την καλλίτερη μας μαζώχτρα, την Ασήμω, για τα δέντρα σου; Άιντε, χαλάλι σου. Κοίταξε μονάχα να μην την τουρκέψης, καημένε — — Στο διάβολο πια, κι αν τη τουρκέψη, λέει ένας άλλος.

Αφού δε έγιναν, δεν είναι δυνατόν να μην είναι. Και όχι μόνον τα ελαττώματα της ψυχής είναι εκούσια, αλλά εις μερικούς και τα ελαττώματα του σώματος, αυτούς δε τους κατακρίνομεν. Και βεβαίως όσοι έχουν φυσικά ελαττώματα, κανείς δεν τους κατακρίνει, αλλά μόνον εκείνους όσοι τα έχουν από αγυμνασίαν και αμέλειαν. Το ίδιον δε και διά την ασθένειαν και την αποκοπήν μελών.

Πώς δεν ενθυμείσαι; ηρώτησεν απορών ο φίλος μου. Είνε δυνατόν να μην ενθυμήσαι τας φοβεράς παραδοξολογίας, όσας μας έλεγε, και τας οποίας συ μεν απέδιδες εις τον ζύθον της Βιέννης, εγώ δε, ο οποίος εγνώριζα τον Σοφήν πολύ καλλίτερά σου, ετρόμαζα να ακούω; — Ναι, τώρα ενθυμούμαι, απήντησα. Τι δεν μας είπεν εκείνο το βράδυ!

Κάμε αυτό που γράφω, κι' ο δρόμος είναι ανοικτός της δόξης και του πλούτου. Μάθ' ότι πρέπει ο καθείς να είναι του καιρού του. Ευαισθησία και σπαθί, δεν συμφωνούν διόλου! Αλλά δεν θέλω δισταγμούς· 'πέ ότι θα το κάμης, ή αν δεν θέλης, ζήτησε την τύχην μ' άλλον τρόπον. ΑΞΙΩΜ. Το κάμνω. ΕΔΜ. Πήγαινε λοιπόν, κι' αφού το κάμης, λέγε πως έγινε η τύχη σου. Πλην μην αργοπορήσης!