United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πως την έχει τη δική του τη γλώσσα, κ' είναι πιο ελληνική από την καμαρωμένη την κορακίστικη! πως για να σταλάξουμε ανθρωπισμό στη ρωμαίικη την καρδιά, πρέπει να διδάσκουμε, να παρασταίνουμε, και να τραγουδούμε στη γλώσσα της, κι όχι σε γλώσσα που δεν ακούστηκε ποτές αλάκερη σ' ένα σπιτικό, παρά μέρος πρι να φανή ο Χριστός, μέρος σα φάνηκε ο Μωάμεθ, και μέρος θα μιληθή σαν ξαναφανή ο Μεσσίας!

Στο γκρέμισμά του ούτε ήλιος σκοτείνιασε, ούτε χάθηκε το φεγγάρι. Τύφλα στο μεθύσι της η Πλάση, δεν πρόσεξε καθόλου το σβύσιμο τ' ακριβού της. Τ' ακριβού και του διαλεγμένου της. Τ' αστέρι π' άναψε κ' έφεξε την άγρια νύχτα, χάθηκε στην άγρια νύχτα και δε θα ξαναφανή. Ώρα του καλή και βλογημένη. Μικρός ήταν και μεγάλη αρχή έκαμε. — Η αρχή έγινε, ας τελειώσουν οι γιοί μου, σκέφτηκε.

Όλους εκείνους τους πανώριους ναούς, τα θάματα εκείνα της Τέχνης που Θεός το ξέρει α θα δυνηθή πια να ξαναστήση παρόμοια στον κόσμο ανθρώπινο χέρι, αντίς να τους αφήσουνε κλειστούς, ή τουλάχιστο να φανούν ίσια με τους Τούρκους γνωστικοί και να τους κάμουνε δικές τους Εκκλησιές, βαλθήκανε να τους γκρεμήσουνε, μην τύχη, λέει, και ξαναφανή κανένας Ιουλιανός και τους ξανανοίξη!

Και ο Ήλιος που έγερνε τώρα σιγαλά και λυπημένα προς τη δύση, άπλωνε ένα παράπονο σ' όλη τη φύση, σαν να της μηνούσε πως δεν θα ξαναφανή πια στον ουρανό και πως θα κοιμηθή για πάντα στα βάθη του Ωκεανού. Πέρα στον κάμπο ένα δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα. Ανέβαινε ήσυχαήσυχα το λόφο, στριφογύριζε σαν φιδάκι και χανότανε κάπου εκεί πέρα, μακρυά στο φλογισμένον ορίζοντα.

Θα πης οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι' άλλους απ' ανίψια και τέτοιους δε θαντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τόνειρό του είτανε να ξαναφανή στην πατρίδα του, μα να είνε και κάτι. Δεν το κατάφερε τόνειρο; Τι να πηγαίνη πια τώρα και να τους δείχνη τη γύμνια του!

Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα του, και εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα ξαναφανή πλέον, αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να μαυροφορέση, τούτο θεωρείται ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν. — Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή καδένα! έκλαιον απηλπισμέναι.