United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλαβον τας κώπας οι λοιποί και απεμακρύνθησαν ολίγον από της παραλίας κατευθυνόμενοι προς βορράν, αθέατοι, υπό τους υψηλούς βράχους, κατά πρώτον γιαλό-γιαλό πλέοντες. Και τότε μόνον ο αρχιληστής, καθησυχάσας, ανεζήτησε τον σάκκον, εν ώ περιείχετο το χρυσίον. Το δισάκκιον εκράτει σφιγκτά ακόμη ο πιστός Θανάσης. Πλην εκπλήσσεται ο αρχιληστής μη ανευρίσκων εντός το χρυσοφόρον δοχείον.

Ο Δάφνης, επειδή ήξερε τι γινότανε, μονάχα στη θάλασσα επρόσεχε· κ' εδιασκέδαζε με το πλεούμενο, που γιαλό-γιαλό περνούσε τον κάμπο γληγολότερα από πουλί, κ' επροσπαθούσε να συγκρατήση στο νου του μερικά από τα τραγούδια για να τα παίζη με το σουραύλι.

Όταν συνεπληρούτο πλέον η συγκομιδή του ελαίου, οσάκις δεν είχεν άλλην τινά εργασίαν εν τω χωρίω, λαμβάνων τριχίνην πήραν, ένα γάντζον και κάμακα και μάχαιραν αιχμηράν, απήρχετο εις τας βορειοδυτικάς ακτάς πεζή, εν καιρώ γαλήνης, και από της ξηράς, γιαλό-γιαλό χωρών, συνέλεγε πλήθος εξ αυτών, βοσκομένων εν τη ακρογιαλιά, με γυμνάς τας κνήμας πηδών από βράχου εις βράχον, απομακρυνόμενος, κύπτων, εγειρόμενος, ακινητών, εξαφανιζόμενος, συγχεόμενος με την ακτήν, ανακινούμενος βράχος.

Κ' ενώ έτρωγαν κ' εφιλιόντανε περισσότερο από όσο έτρωγαν, εφάνηκε ένα ψαροκάικο που επήγαινε γιαλό-γιαλό. Δεν εφυσούσε καθόλου, παρά ήτανε γαλήνη κι' αναγκαζόντανε να λάμνουν· κ' ελάμνανε δυνατά, επειδή εβιάζονταν να πάνε στην πολιτεία για μερικούς πλούσιους φρέσκα ψάρια. Κι όπως συνηθίζουν οι ναύτες όλοι να κάνουνε για να ξεχνούν την κούραση, το ίδιο έκαναν κ' εκείνοι.

Το καλοκαίρι ήτανε ίσκιος και την άνοιξη λουλούδια και το χυνόπωρο και σε κάθ' εποχή πωρικά. Απ' εδώ φαινότανε καλά ο κάμπος και μπορούσανε να βλέπουν αυτούς που έβοσκαν· φαινότανε καλά κ' η θάλασσα κ' έβλεπαν όσους ταξιδεύανε γιαλό-γιαλό. Κ' έτσι αυτά προσθέτανε στην ομορφιά του περιβολιού. Και καταμεσίς του περιβολιού στο μάκρος και πλάτος ήτανε ναός του Διόνυσου και βωμός.

Νιοί Μεθυμνιώτες πλούσιοι, θέλοντας να περάσουν την εποχή του τρύγου με ξενομερίτικη διασκέδαση, αφού ερρίξανε στη θάλασσα ένα καΐκι και καθίσανε στο κουπί τους δούλους, περνούσανε γιαλό-γιαλό από τις εξοχές των Μιτυληνιών, που ήτανε κοντά στη θάλασσα.

Αφίνομεν την Ραιδεστόν, χαιρετίζομεν την Καλόλημνον ως πάπιαν εν μέσω της Προποντίδος παίζουσαν και ούτως εν χαρά πλέον με τα πανιά γιαλό-γιαλό από τον Άγιον Στέφανον ς' τους δύο Τσεκμετζέδες παραπλέοντες αράξαμεν μίαν αυγήν από κάτω από τα Ψωμαθειά της Πόλεως. Βόμβος αόριστος, ως ανέμου μακρυνού βόμβος, έφθανε προς ημάς, η βοή της μυριοποθήτου Βασιλευούσης.

Κ' επειδή, άμα προσπεράσανε οι ναύτες, ήτανε και στο φαράγγι σιγαλιά, ερωτούσε το Δάφνη, αν είναι και πίσω από τον κάβο θάλασσα, κι αν περνάη γιαλό-γιαλό κι άλλο πλεούμενο κι αν άλλοι ναύτες ετραγουδούσαν τα ίδια κι αν όλα μαζί εσώπασαν.